Βιωματική Ιστορία – Γράφει ο Δημήτρης
Ονομάζομαι Δημήτρης . Κι αν τύχει να με δεις να βγαίνω από τη θάλασσα χωρίς μπλουζάκι, το πρώτο που θα προσέξεις είναι μια άσχημη, στραβή ουλή στο στέρνο μου. Δεν είναι μία απ’ αυτές τις «τακτοποιημένες» τομές που φτιάχνουν οι γιατροί όταν υπάρχει χρόνος. Αυτή κόπηκε γρήγορα, άτσαλα, βιαστικά. Γιατί δεν πίστευαν ότι θα ζήσω.
Είχα μόλις κλείσει τα είκοσι όταν μπήκα στο χειρουργείο εσπευσμένα, με έναν καρκίνο «βολεμένο» πάνω σε ένα τεράτωμα που είχε κατακλύσει την κοιλιακή μου χώρα .
Ο γιατρός, αφού με άνοιξε, αποφάσισε ότι δεν υπάρχει λόγος να συνεχίσει. Είπε στους δικούς μου πως δεν υπάρχει ελπίδα, πως είναι προτιμότερο να με ξαναράψει και να πεθάνω στο σπίτι μου, ήρεμα. !
Με έκλεισε πρόχειρα, σχεδόν μηχανικά. Κι έτσι, η ουλή μου έμεινε – βαθιά, στραβή, σχεδόν προσβλητική. Όχι μόνο στο σώμα, αλλά και στην ψυχή.
Αλλάξαμε γιατρό βρήκαμε πειραματική θεραπεία, η οποία με έλιωσε, αλλά μέσα σε τρεις μήνες, ενάντια σε κάθε ιατρική πρόβλεψη, βελτιώθηκα. Νίκησα. Οι αριθμοί και τα στατιστικά ΔΕΝ επιβεβαιώθηκαν.
Εγώ όμως δεν μπορούσα να σταθώ μπροστά στον καθρέφτη χωρίς να νιώσω ντροπή. Δεν ξαναμπήκα στη θάλασσα χωρίς μπλουζάκι. Κάθε καλοκαίρι έκρυβα το σώμα μου. Τη νίκη μου.
Κι έπειτα ήρθε η υποτροπή. Ο καρκίνος ξαναχτύπησε. Αυτή τη φορά όρχεις, άλλο μεγάλο χτύπημα , με μπαμπεσιά ρε καρκίνε , ξανά ;
Και εκεί;
Τώρα όμως σε ήξερα Και σε ξανανίκησα!
Μα αυτή τη φορά, κάτι άλλαξε. Δεν ήταν απλώς η αρρώστια που νικούσα. Ήταν κι εκείνος ο μικρός, εσωτερικός εχθρός που δεν μ´ άφηνε να αγαπήσω το σώμα μου με τις πληγές του, γιατί μας μάθανε πως οι άντρες είναι δυνατοί!
Ένα βράδυ, κοίταξα στον καθρέφτη τις ουλές μου, γιατί τώρα πια μετρούσα πολλές και για πρώτη φορά είπα: «Αυτό είσαι. Και δεν ντρέπεσαι για τίποτα».
Από τότε, οι ουλές μου δεν είναι απλώς ένα σημάδι. Είναι απόδειξη. Ότι οι προβλέψεις μπορεί να πέφτουν έξω. Ότι ο άνθρωπος δεν είναι αριθμός. Κι ότι οι μάχες, ακόμα κι αυτές που φαίνονται χαμένες, αφήνουν σημάδια που αξίζει να φαίνονται.
Είναι τα παράσημά μας. Και θα τα δείχνω. Γιατί έζησα. Και γιατί δεν ντρέπομαι πια.