Τη συνάντησα στο τρένο. Είχε κάτι από εκείνους τους ανθρώπους που γεμίζουν τον χώρο αθόρυβα. Ούτε έντονα ρούχα, ούτε μακιγιάζ . Μόνο ένα βλέμμα που έμοιαζε να είναι γεμάτο ζωή! Κάθισε απέναντί μου και χαμογέλασε, χωρίς να περιμένει ανταπόκριση. Μου πρόσφερε μια καραμέλα μέντας και με ρώτησε αν ταξιδεύω για δουλειά ή για απόδραση.Απάντησα πρόχειρα, …
Τη συνάντησα στο τρένο. Είχε κάτι από εκείνους τους ανθρώπους που γεμίζουν τον χώρο αθόρυβα. Ούτε έντονα ρούχα, ούτε μακιγιάζ . Μόνο ένα βλέμμα που έμοιαζε να είναι γεμάτο ζωή!
Κάθισε απέναντί μου και χαμογέλασε, χωρίς να περιμένει ανταπόκριση. Μου πρόσφερε μια καραμέλα μέντας και με ρώτησε αν ταξιδεύω για δουλειά ή για απόδραση.
Απάντησα πρόχειρα, χωρίς διάθεση για κουβέντα «κάτι ενδιάμεσο» και γύρισα αλλού.
Εκείνη κατάλαβε , χαμογέλασε και κοίταξε έξω από το παράθυρο .
Πρόσεξα τα χέρια της , ήταν γεμάτα μελανιές.
Η παρουσία της στο χώρο επιδρούσε σχεδόν θεραπευτικά , η καλοσύνη της απάλυνε τον οξύ ήχο στις ράγες! Απάλυνε και την αντίσταση μου για επαφή !
Περίμενα κάποια στιγμή να πει κάτι για τον πόνο που υποψιαζόμουν πως κρύβει. Μα αντί γι’ αυτό, με ρώτησε για μένα. Για τα όνειρά μου, για το γιατί το πρόσωπό μου έμοιαζε σαν να έχει ξεχάσει πώς είναι να γελάς.
Και τότε άνοιξα την ψυχή μου, τον φόβο, την απογοήτευση, όλα!
Δεν είχα κάνει πιο ιερή εξομολόγηση ποτέ μου!
Με κοίταξε βαθιά και είπε απλά:
«Εγώ έχω καρκίνο στα οστά. Δεν το λέω για να σου φανώ γενναία. Το λέω γιατί αύριο ίσως να μην είμαι εδώ. Κι εσύ σήμερα έχεις ακόμα επιλογές.»
Δεν ξέρω αν το τρένο επιτάχυνε ή αν η καρδιά μου σταμάτησε σε εκείνη την στιγμή !
Από τότε, σε κάθε επιλογή, την σκέφτομαι.
Και προχωρώ.