Θαυμάζω απέραντα τις φίλες και τους φίλους που πέρασαν καρκίνο κι επιβίωσαν.
Δεν τους ηρωοποιώ, γιατί ούτε οι ίδιοι αντιμετωπίζουν τη δοκιμασία τους ως ηρωισμό, ως νίκη χάρη σε σπάνια προσωπική γενναιότητα. «Τότε που ήμουν άρρωστος…» λένε, σαν να επρόκειτο για μιαν οποιαδήποτε αρρώστια, κι όχι για το φόβητρο της οικουμένης.
Ο καρκίνος τους άλλαξε, σαφώς – δεν είναι δυνατόν να μη σε αλλάξει το βίωμα μιας νόσου που σκοτώνει τόσο κόσμο κάθε μέρα – όμως η αλλαγή, όπως την αντιλαμβάνομαι, είναι ένας ψυχικός πλούτος: γνωρίζοντας πως στάθηκαν τυχεροί, ότι η ιατρική επιστήμη κι η αντοχή τους συνδυάστηκαν για να τους χαρίσουν τη ζωή, αναδίνουν μιαν αίσθηση ελπίδας και δύναμης, ταπεινότητας και χαράς. Ταξίδεψαν με αφάνταστο πόνο και φόβο στην άκρη του σκότους, κι επέστρεψαν ζωντανοί κι υγιείς.
Έχοντας πάντα στην καρδιά τον φόβο της δικής μου υποτροπής, δεν ξέρω ειλικρινά πώς τα καταφέρνουν – πώς εξορίζουν τον τρόμο και πάνε παρακάτω, ζώντας φυσιολογικά και χορτάτα. Κι όμως τα καταφέρνουν, όπως κι εκατομμύρια άλλοι επιζώντες.
Γι’ αυτό τους θαυμάζω: γιατί η παρουσία τους είναι φωτεινή. Γιατί με κάνουν να πιστεύω – χωρίς μεγαλοστομίες και διδαχές – στην άγρια κι ατίθαση ρίζα της ζωής, που κι αν πας να την κόψεις, ξαναφυτρώνει.
Αύγουστος Κορτώ