Τι είναι ο καρκίνος ουροδόχου κύστης
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης είναι μια πολύ κοινή μορφή καρκίνου. Απαντάται συχνότερα σε άνδρες μεγαλύτερης ηλικίας, αν και γενικώς είναι δυνατό να εμφανιστεί σε όλες τις ηλικίες. Ξεκινά συνήθως στα κύτταρα (ουροθηλιακά) που βρίσκονται μέσα στην ουροδόχο κύστη, στο σημείο όπου αποθηκεύονται τα ούρα. Οι τύποι του καρκίνου αυτού είναι το ουροθηλιακό καρκίνωμα, το πλακώδες καρκίνωμα και το αδενοκαρκίνωμα.
Περίπου 7 στους 10 καρκίνους της ουροδόχου κύστης εντοπίζονται σε πρώιμο στάδιο, με αποτέλεσμα τα ποσοστά επιβίωσης να είναι μεγάλα. Ωστόσο, υπάρχει ενδεχόμενο να υποτροπιάσει και άρα, είναι πολύ απαραίτητη η τακτική επανεξέταση για αρκετά χρόνια μετά την ολοκλήρωση της θεραπείας.
Τα πρώιμα συμπτώματα του καρκίνου της ουροδόχου κύστης είναι:
- Αιματουρία
- Επώδυνη ούρηση
- Πόνος στην πύελο
- Συχνουρία
- Πόνος στην πλάτη
Ενίοτε, η αιματουρία μπορεί να εντοπίζεται μόνο με το μικροσκόπιο και να μην είναι αντιληπτή με γυμνό μάτι. Τα παραπάνω συμπτώματα μπορεί να υποδηλώνουν και κάποια άλλη πάθηση, δεν είναι απαραιτήτως ένδειξη καρκίνου.
Ο καρκίνος της ουροδόχου κύστης εμφανίζεται όταν αρχίζουν να αναπτύσσονται μη φυσιολογικά τα κύτταρα στην ουροδόχο κύστη. Κάποιες από τις αιτίες που συμβαίνει αυτό είναι το κάπνισμα, η έκθεση σε χημικά ή σε ακτινοβολία, οι παρασιτικές λοιμώξεις ή οι χρόνιες ενοχλήσεις στην περιοχή.
Παράγοντες κινδύνου για καρκίνο της ουροδόχου κύστης
Οι παράγοντες κινδύνου για ανάπτυξη της νόσου είναι το κάπνισμα, η ηλικία, η φυλή (η λευκή κινδυνεύει περισσότερο), το φύλο (εμφανίζεται συχνότερα σε άνδρες), η έκθεση σε χημικά, η προηγούμενη θεραπεία για καρκίνο, το οικογενειακό ή ατομικό ιστορικό καρκίνου και οι χρόνιες λοιμώξεις.
Διάγνωση του καρκίνου ουροδόχου κύστης
Η διάγνωση του καρκίνου της ουροδόχου κύστης γίνεται από τον ουρολόγο- ανδρολόγο. Απαιτείται κυστεοσκόπηση (με τη χρήση κυστεοσκοπίου ελέγχεται η ουρήθρα και η κύστη), βιοψία (λήψη δείγματος κυττάρων για έλεγχο), κυτταρολογική ούρων (έλεγχος δείγματος ούρων για έλεγχο και ανεύρεση καρκινικών κυττάρων) και απεικονιστικές εξετάσεις (αξονική τομογραφία, ουρογραφία ή πυελογραφία– έλεγχος της δομής του ουροποιητικού συστήματος).