Στην οικογένειά μας οι μισοί και παραπάνω ήμασταν για δέσιμο, ωστόσο ο καρκίνος δεν μας είχε επισκεφθεί. Έτσι, η πρώτη φορά που αντίκρισα καρκινοπαθή, ήταν στην εφηβεία μου.
Ο κύριος Μ. ήταν γιατρός, συνάδελφος του πατέρα μου στο ΙΚΑ, και για χρόνια – από τότε που οι φαμίλιες μας παραθέριζαν μαζί – μας έδενε τρομερή αδυναμία. Ένας άνθρωπος καλόκαρδος και στοργικός, γενναιόδωρος, με απίστευτο χιούμορ κι αυτοσαρκασμό. Ήταν πλούτος ψυχής και μόνο να τον γνωρίζεις.
Επιπλέον, ήταν ψηλός, μεγαλόσωμος, με βροντερή φωνή, κι ένα γέλιο μεταδοτικό σαν το ανατρίχιασμα της λιακάδας. Κι έτσι, όταν μπήκαμε στον θάλαμο, μου πήρε κοντά ένα λεπτό να αναγνωρίσω το γελαστό του πρόσωπο, που μας καλωσόριζε.
Ο καρκίνος είχε ξεκινήσει απ’ το στομάχι, και μέχρι να τον φέρουν βόλτα είχε πάει παντού, κι ο κύριος Μ. ήταν πια σκιά του εαυτού του – κάτισχνος, αποκαμωμένος, με μια φωνή που ίσα ακουγόταν. Έβαλα τα δυνατά μου να μην κλάψω, γιατί στο μυαλό μου αναβόσβηνε σαν επιγραφή νέον η λέξη ΑΔΙΚΟ, ΑΔΙΚΟ, ΑΔΙΚΟ. Γιατί να συμβεί τέτοιο πράγμα, τέτοια φριχτή αρρώστια, σ’ έναν τόσο υπέροχο άνθρωπο;
Έτρεφα ακόμα αφελείς παιδικές πεποιθήσεις περί δικαιοσύνης στο σύμπαν, και το θέαμα του καρκίνου ήταν μια κλοτσιά προς την ενηλικίωση: ιδού΄η φθορά, ο θάνατος: όσο κι αν αγωνιστείς, κανείς δεν ξεφεύγει.
Μιλώντας για τον καρκίνο, εστιάζουμε συχνά – και εύλογα – στην άγρια, θαρραλέα μάχη εναντίον του, μα κι η πιο σθεναρή ψυχή, από ένα σημείο κι έπειτα, αποδέχεται το μοιραίο. Ο κύριος Μ. ήταν γιατρός, κι ήξερε πως δεν θα έβγαινε απ’ το νοσοκομείο. Κι ωστόσο μου έκανε νόημα να καθίσω πλάι του στο κρεβάτι, μου χάιδεψε τα μαλλιά, και με τη ραγισμένη του φωνή με ρώτησε για το σχολείο, τι διάβαζα, αν ξεκολλούσα απ’ το κομπιούτερ.
Όταν φύγαμε, γιατί είχε κουραστεί κι έπρεπε να πλαγιάσει, ήταν ακόμα χαρούμενος με την επίσκεψή μας, κι όσο τρομαχτικό κι αν μου φαινόταν το αποστεωμένο του πρόσωπο, χωρίς μαλλιά και φρύδια, το χαμόγελό του ήταν φωτεινό όπως όταν το ‘χα πρωταντικρίσει.
Έκτοτε, γνώρισα κι άλλους καρκινοπαθείς, κορίτσια κι αγόρια της ηλικίας μου, κι αυτό που πάντα μου ‘δινε κουράγιο, για να μην καταρρεύσω απ’ τον πόνο, ήταν το ανίκητο απόθεμα χαράς κι ελπίδας, ακόμα κι όταν όλα μοιάζουν ζοφερά.
Γι’ αυτό σας το χαμόγελο, σε πείσμα της αλύπητης αρρώστιας, για τη δύναμη με την οποία μας παραμυθιάζετε και μας παρηγορείτε – ενώ θα ‘πρεπε να συμβαίνει το αντίστροφο! – σας θαυμάζουμε, και στεκόμαστε στο πλευρό σας.
Ο καρκίνος είναι μόνο μια λέξη – κι εσείς είστε όλες οι υπόλοιπες.
Αύγουστος Κορτώ