Ξέρω πως αν παραδεκτω οτι πονάω
Θα με ρωτήσουν πόσο
Τι απάντηση να δώσεις;
Με ποια μονάδα μετριέται ο ανθρώπινος πόνος; Με τι νούμερο; Με το ένα, με το πέντε, με το δέκα; Τους λέω λοιπόν ότι δεν πονάω και ξεμπερδεύω.
Θα μπορούσε να είναι μια τσακισμένη γυναίκα, με καμένα τα σπλάχνα από τις αχτίνες λέιζερ
και με παράλυτη τη μια φωνητική της χορδή. Και βέβαια, μ’ ένα γυμνό κρανίο, που θα ‘ναι αναγκασμένη να το κουκουλώνει μ’ ένα μάλλινο σκούφο.
Τι ειρωνεία αλήθεια:
«Για δύο πράγματα καμάρωνα στη ζωή μου»
θα πει κάποια στιγμή.
«Το στήθος μου και τα μαλλιά μου.
Τα έχασα μέσα σε δέκα χρόνια και τα δύο».
Δεν έχασε όμως τη δύναμή της
– αυτό το αόρατο ατσάλι που κρύβει μέσα της
και την κρατάει όρθια στις δύσκολες ώρες.
Ακόμα και με πυρπολημένα σωθικά,
κάνει θεατρικά σχέδια για τον χειμώνα.
Τελευταίος της ρόλος,
αυτός της κωφάλαλης Σάρας.
Πρέπει να μυηθεί στη γλώσσα των κωφαλάλων.
«Θέλω να την μάθω τέλεια.
Θέλω οι κωφάλαλοι που θα με βλέπουν, να ξεχνάνε πως είμαι θεατρίνα
και να νομίζουν πως είμαι κι εγώ κωφάλαλη»
λέει σε μια ειδική δασκάλα.
«Θα χρειαστούμε ένα χρόνο».
«Σας δίνω ένα μήνα… »
απαντάει τελεσιγραφικά η Λαμπέτη.
Η πρεμιέρα της Σάρας είναι ένας θρίαμβος. Οι θεατές χειροκροτούν όρθιοι.
Η Έλλη Λαμπέτη υποκλίνεται μπροστά τους, πιο λαμπερή και πιο όμορφη από κάθε άλλη φορά.
Να μαντεύει άραγε η Αθήνα ότι είναι η τελευταία φορά που τη βλέπει πριν πάει στον Παράδεισο;
είναι από το βιβλίο του Φρέντυ Γερμανού:
«ΕΛΛΗ ΛΑΜΠΕΤΗ»