Κουδούνισε επίμονα το τηλέφωνο.
Η μάνα του μικρού Θανάση από την Πύλο, τεσσεράμισυ χρόνια μετά -πενήντα τέσσερις μήνες θα έλεγε ο στατιστικολόγος με τη μίζερη και αχρείαστη ακρίβεια που χαρακτηρίζει τους επιμετρητές των αποτελεσμάτων των ματαιωμένων ή νικηφόρων προσπαθειών μας…
Μόλις είχα κλείσει τα «έκκεντρα» που άνοιξα για να βρω τον «μικρό Θανάση» που είχε έρθει «απρόσκλητος» στο απογευματιάτικο δυσόνειρο να με»σκουντήσει».
Να αρχίσω να πιστεύω στη Μεταφυσική;
Ιδού ο «μικρός Θανάσης»…
…………………………………………………………………………………….
Έστω εκεί μόνο, αλλά μου μοιάζει
Ο μικρός Θανάσης ακίνητος σχεδόν από τους πόνους.
Γύρω του ο πατέρας, φίλες της μάνας του μουδιασμένες τον περιποιούνται με μασάζ και αιθέρια έλαια.
Η ετυμηγορία της μαγνητικής, πρώτη φορά αζήτητη από τον μικρό ασθενή, σαν οχιά που έχασε τον δρόμο για τη φωλιά της, περιμένει στο γραφείο της προϊσταμένης.
Την ξέρει ο πατέρας, την ξέρει η φίλη της μάνας, την έχει δει άφωνη η ίδια η μάνα που όχι μόνο δε με κοιτάζει πια κατάματα με πίστη, αλλά βγαίνει στο μπαλκόνι κάθε που μπαίνω σα να λέει «τι δεν πήγε καλά, τι δεν έκανες καλά, γιατί δεν έκανες καλά το παιδί μου γιατρέ;»
Ξέρω πως έχει διαβάσει το «όταν ο καίριος τοποχρόνος» και ξέρει πως ο δικός της έχει αφιχθεί και περιμένει κουλουριασμένος στις πλάκες της μαγνητικής λίγα μέτρα πιο πέρα. Είναι θυμωμένη μαζί μου γιατί ο Μέγας Υπαίτιος είναι αόρατος και απρόσιτος σε αντίθεση με τη δική μου ανημπόρια, διαθέσιμη στο ένα μέτρο.
Όπως με τον Ησαϊα, τη Σπυριδούλα, τον Τάκη… Κολλάει το λογισμικό μου στον παρατακτικό ρυθμό.
Μια από τα ίδια ξανά.
Ζορίζομαι πολύ αλλά πρέπει να προχωρήσω.
Αύριο η επώδυνη βιοψία μυελού που τάχα μόνο εγώ πρέπει και μπορώ.
Για να προχωρήσω όμως ανάγκη ανάπαυλας.
Γυρνώ στο πάντα αναστατωμένο όπως πανδοχείο σπιτικό μου.
Όλα σε κίνηση, όλοι κάτι ετοιμάζουν, για κάπου ετοιμάζονται, όλα σε εκκρεμότητα.
Ο μικρός μπρούμυτα στο κρεβάτι ανασαίνει ήρεμα ή έτσι μοιάζει.
Μαντεύω πως ονειρεύεται συμπλοκές, νίκες και ήττες, μπορεί και να παλεύει με μένα, να με χτυπάει στο πρόσωπο, να πατροκτονεί για να προχωρήσει μπροστά απελεύθερος.
Γιατί μου μοιάζει.
Έστω μόνο εκεί, πάντως μου μοιάζει.
Ο μικρός ετοιμάζεται να σπουδάσει γιατρός στην ξενιτειά.
Προπαρασκευή για μια περιπέτεια, ένα αύριο έκπληκτο που όσο το αγνοεί τόσο τον ρουφάει. Είναι ο κίνδυνος και ο υπέρτερος αντίπαλος. Γιατί μου μοιάζει.
Είναι φθινόπωρο, μετά τρεις μέρες μόνο ανάπαυλα –κατ’ επιδίωξη.
Πάλι στο μπαλκόνι ταλαντεύομαι υπερπλήρης ανάμεσα στο κάθε επερχόμενο και όλους τους απελθόντες μου.
Είμαι καλά.
Α.Σ.Α. «μικρά θέματα ψυχοτοξικολογίας», από τα «έκκεντρα» (2012)
***2016