Την πήρα στην αγκαλιά μου, με τη μαμά της από δίπλα να σπρώχνει το στατό με τους ορούς. Την οδηγήσαμε στο δωμάτιο όπου θα της έκαναν την ενδορραχιαία έγχυση. Στην πρώτη της χημειοθεραπεία. Την κράτησα στην αγκαλιά μου γεμάτος τρόμο, λύπη μα και δέος: καλείται στα τέσσερά της να δώσει μια μάχη που στα πενήντα μου ούτε μπόρεσα να φανταστώ ποτέ.
Μας είπαν να την τοποθετήσω μπρούμυτα στην κλίνη και μετά μας ζήτησαν να βγούμε έξω. Και την αφήσαμε εκεί, στα χέρια του γιατρού και των νοσηλευτριών, που μάθαμε πολύ γρήγορα να εμπιστευόμαστε με κλειστά μάτια.
Έπρεπε να την τοποθετήσουν σκυφτή, γονατιστή, για να διαγραφεί καθαρά η σπονδυλική της στήλη για να περάσει η βελόνα. Και να παραμείνει σε αυτή τη στάση προκειμένου το χημικό να κυλήσει εσωτερικά έως τη βάση του κρανίου. Κάποια αναισθησία, τοπική, είχε γίνει, αλλά οι γιατροί ήταν σαφείς εκ των προτέρων: δεν γίνεται να μην πονέσει, έστω και λίγο.
Κι έπειτα, έπρεπε για δύο ώρες να την κρατήσουμε με τη μητέρα της σε μια τέτοια στάση για δύο (2) ώρες. Χτυπιόταν και τσίριζε, μας διαολόστελνε με τον τρόπο της, χαστούκιζε το πρόσωπό της με μανία και ωρυόταν.
Όση ώρα τής κρατούσα τα πόδια ακινητοποιημένα σαν βασανιστής, σκεφτόμουν ότι ήταν Πέμπτη, έντεκα και τέταρτο το πρωί – εκείνη την ώρα, οι συμμαθητές της στο προνήπιο θα έκαναν κανονικά το πρόγραμμά τους γελώντας και παίζοντας μεταξύ τους και με τις δασκάλες τους, και μετά θα επέστρεφαν σπίτια τους. Μα εκείνη έλειπε.
Η Αγία Καθημερινότητα· το άπιαστο, μακρινό όνειρο.
Κάποια στιγμή ηρέμησε και βρήκαμε τον τρόπο, με μια αγκαλιά και κινούμενα σχέδια στο κινητό, να περάσει το δίωρο. Και μετά ήταν όλο γέλια – διότι αυτό είναι όλα τα παιδιά: τη στιγμή που παύει ο πόνος, η κακουχία, η ενόχληση, μπορούν να γελάσουν και πάλι, να παίξουν, να χαζολογήσουν σαν να μην είχε συμβεί τίποτα προηγουμένως. Και τότε εσύ, ο μεγάλος, ο ενήλικας, ο γονιός, ο απολύτως διαλυμένος από την όλη εμπειρία, να πάρεις το πιο απίστευτο κουράγιο. Είναι όπως το λέει το τραγούδι: Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά· έτσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα.
Στους διαδρόμους του «Ελπίδα», με τον παιδότοπο και τα άλλα παιδιά με τους επιθετικούς παιδικούς καρκίνους, τα παιδιά που παίζουν γελώντας, χωρίς μαλλιά, με ορούς να τα συνοδεύουν σαν υγρή σημαία στο πλάι τους, και ήρωες-γονείς να χαμογελούν μπροστά τους, όπως γελάει ένας γονιός μπροστά στο παιδί του που παίζει στις κούνιες, αισθάνθηκα πολύ μικρός και ανόητος. Έπρεπε να το δω για να νιώσω αυτή την αδιανόητη δύναμη ζωής: από τους γιατρούς και τις νοσηλεύτριες έως αυτά τα παιδιά, αυτούς τους γονείς. Και αυτό ήταν το πρώτο μου γράμμα στον κύριο Γκρι από το μέτωπο στο οποίο μάχεται το παιδάκι μου.
Τώρα ξέρω: η κόρη μου έχει μπει στα χαρακώματα· εγώ παραμένω άκαπνος.