Δεν είναι λίγες οι φορές που η διάγνωση του καρκίνου είναι δύσκολή και τα συμπτώματα του αμβληχρά για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα. Ακόμα δυσκολότερο είναι να ανακαλύψουμε τυχόν μεταστάσεις είτε τοποπεριοχικές είτε απομακρυσμένες καθώς πάρα πολλές φορές τη στιγμή της διάγνωσης της αρχικής εστίας είναι πολύ μικρές ή τα καρκινικά κύτταρα δεν έχουν εμφυτευθεί ακόμα. Σε κάποιες περιπτώσεις βέβαια οι μεταστατικές εστίες ή τα συμπτώματα που αυτές προκαλούν γίνονται αφορμή για να ανακαλύψουμε την κύρια νόσο.
Υπάρχει όμως και μια εντυπωσιακή και σπάνια κατηγορία ασθενών στην οποία ενώ υπάρχουν εμφανείς μεταστάσεις δεν είναι δυνατόν παρά τον ενδελεχή έλεγχο να βρεθεί ο αρχικός όγκος. Πρόκειται για τους ασθενείς αυτούς που πάσχουν από ένα αγνώστου πρωτοπαθούς εστίας μεταστατικό καρκίνωμα όπως αναφέρεται στη βιβλιογραφία.
Οι ασθενείς με καρκίνο αγνώστου πρωτοπαθούς εστίας (ΚΑΠ) συνήθως προσέρχονται στον Ωτορινολαρυγγολόγο με μία ή περισσότερες τραχηλικές διογκώσεις τις οποίες ο ασθενής έχει ψηλαφήσει ή αν είναι ακόμα μεγαλύτερες σε μέγεθος του προκαλούν κάποια δυσμορφία ή ασυμμετρία. Σε αυτή την περίπτωση ο ΩΡΛ προβαίνει σε διερεύνηση για να ξεκαθαρίσει αφ’ ενός τη φύση της βλάβης καθώς η πλειοψηφία των τραχηλικών διογκώσεων είναι είτε λοιμώδεις είτε καλοήθεις (ειδικά σε μικρότερες ηλικίες) και αφ’ ετέρου και εφ’ όσον αποδειχθεί πως πρόκειται για μετάσταση καρκινώματος σε τραχηλικό λεμφαδένα να εντοπίσει την πρωτοπαθή εστία.
Εκτός από την προσεκτική κλινική εξέταση της κεφαλής και του τραχήλου και τον ενδοσκοπικό έλεγχο, καθώς η πλειοψηφία των καρκινωμάτων που μεθίστανται σε τραχηλικούς λεμφαδένες βρίσκονται σε αυτή την περιοχή (χωρίς αυτό να αποκλείει και απομακρυσμένα νεοπλάσματα), πολύ σημαντικά όπλα στη διάγνωση μας είναι η κυτταρολογική εξέταση των λεμφαδένων μέσω παρακέντησης δια λεπτής βελόνης η οποία σε έμπειρα χέρια έχει πολύ μεγάλη ευαισθησία στην τεκμηρίωση της κακοήθειας και ο απεικονιστικός έλεγχος με αξονική ή μαγνητική τομογραφία του τραχήλου και του σπλαγχνικού κρανίου για την ανεύρεση υποβλεννογόνιων εστιών. Σε περίπτωση που η κλασσική απεικόνιση δεν έχει αποτέλεσμα τα τελευταία χρόνια η πυρηνική ιατρική έχει αναπτύξει μια μέθοδο η οποία εκμεταλλεύεται την αυξημένη την αυξημένη μεταβολική δραστηριότητα στα καρκινικά κύτταρα για να εντοπίσει ακόμα και μικρούς όγκους σε ολόκληρο το σώμα και αυτή ονομάζεται PET-CT καθώς συνδυάζει αρχές του σπινθηρογραφήματος με την αξονική τομογραφία.
Τελευταία λύση αν και ο έλεγχος με PET-CT είναι μη διαγνωστικός είναι η λήψη τυφλών βιοψιών από τα πιθανότερα σημεία που θα μπορούσε να υπάρχει κάποιο νεόπλασμα από το ρινοφάρυγγα μέχρι και το λάρυγγα. Τέλος αν και οι τυφλές βιοψίες που πήραμε υπό γενική αναισθησία είναι αρνητικές τότε μιλάμε επισήμως για ένα αγνώστου πρωτοπαθούς εστίας καρκίνωμα και πλέον η θεραπεία που προτείνεται είναι η ακτινοβόληση ολόκληρης της περιοχής της κεφαλής και του τραχήλου με τις παρενέργειες που αυτή συνεπάγεται δυστυχώς σε συνδυασμό με χημειοθεραπευτικά σχήματα και επί παραμονής νόσου ο λεμφαδενικός καθαρισμός του τραχήλου.
Σπύρος Ποταμιάνος
Ολοκλήρωσα τη φοίτηση μου στην Ιατρική σχολή των Αθηνών το 2009. Μετά την ολοκλήρωση της στρατιωτικής μου θητείας εργάστηκα ως ειδικευόμενος γενικής χειρουργικής στο Γενικό Νοσοκομείο Μεσολογγίου και ως αγροτικός ιατρός στο νοσοκομείο της Λαμίας. Από το 2012 έως το 2013 εργάστηκα ως ειδικευόμενος Ωτορινολαρυγγολόγος στο Νοσοκομείο Παίδων «Παναγιώτη και Αγλαΐας Κυριακού» και από το 2013 εώς και τον Ιούλιο του 2017 ολοκλήρωσα την ειδικότητα μου στην Ά Πανεπιστημιακή Ωτορινολαρυγγολογική κλινική του Ιπποκρατείου νοσοκομείου των Αθηνών ενώ ταυτόχρονα υπήρξα συνεργάτης του Ογκολογικού ιατρείου της κλινικής και μετείχα στο Ογκολογικό συμβούλιο του νοσοκομείου. Από τον Ιούλιο του 2017 και για τα επόμενα δύο χρόνια υπηρέτησα ως Επιμελητής Β στην Ωτορινολαρυγγολογική κλινική του Γενικού Νοσοκομείου Αθηνών «Γ. Γεννηματάς» ενώ πλέον εργάζομαι με τον ίδιο βαθμό στην Ά Πανεπιστημιακή ΩΡΛ κλινική του Ιπποκρατείου νοσοκομείου Αθηνών.
Από το 2016 είμαι υποψήφιος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου Αθηνών με θέμα διδακτορικής διατριβής που αφορά τη μοριακή βιολογία του καρκίνου του λάρυγγα ενώ είμαι μέλος της Ελληνικής Εταιρείας Καρκίνου Κεφαλής και Τραχήλου από την ίδρυση της και μέχρι σήμερα