Aπώλεια οστού σε αιματολογικά νοσήματα: Τι δείχνουν οι έρευνες

Συμπερασματικά, παρατηρήθηκε σημαντική απώλεια οστού στους ενήλικες ασθενείς με αιματολογικά νεοπλάσματα.

Η απώλεια οστού και οστεοπόρωση, αποτελεί γνωστή κατάσταση σε ασθενείς με διάφορους καρκίνους και ποικίλες αντικαρκινικές θεραπείες. Η οστεοπόρωση είναι ένα σοβαρό πρόβλημα της δημόσιας υγείας. Υπολογίζεται ότι περίπου 30% των γυναικών μετά την εμμηνόπαυση στις ΗΠΑ και την Ευρώπη έχουν οστεοπόρωση και τουλάχιστον 40% από αυτές τις γυναίκες και 30-40% από τους ηλικιωμένους άνδρες θα εμφανίσουν ένα η περισσότερα οστεοπορωτικά κατάγματα. Ο τρόπος ζωής, όπως η διατροφή, η φυσική δραστηριότητα, το κάπνισμα και η υπερβολική κατανάλωση οινοπνεύματος είναι μεταξύ των κυριότερων προγνωστικών παραγόντων για την οστεοπόρωση. Η αύξηση της ηλικίας αποτελεί έναν από τους πιο σημαντικούς προδιαθεσικούς παράγοντες για την απώλεια οστού. Στους ενήλικες ογκολογικούς ασθενείς, οι προδιαθεσικοί παράγοντες για την απώλεια οστού και τα κατάγματα επικαλύπτονται από τις άμεσες επιδράσεις των καρκινικών κυττάρων στο σκελετό, τις οστικές μεταστάσεις και τις τοξικές επιπτώσεις των ειδικών αντικαρκινικών θεραπειών στα οστά. Ορμονοθεραπείες, που χορηγούνται για την αντιμετώπιση ασθενών με καρκίνο μαστού η προστάτη μπορούν να ενεργοποιήσουν την απώλεια οστού, που συνδέεται με την ηλικία. Θεραπείες, που παρεμβαίνουν στην ανάπτυξη των οστών στα παιδιά και τους εφήβους, περιλαμβάνουν τη χημειοθεραπεία, μεγάλες δόσεις στεροειδών και την ακτινοθεραπεία, ειδικά την ακτινοθεραπεία στο κρανίο στον άξονα υποθαλάμου – υπόφυσης.

Σε πιλοτική μελέτη, που δημοσιεύτηκε στο Supportive Care in Cancer[1] η απώλεια οστού αξιολογήθηκε σε ενήλικες με αιματολογικές κακοήθειες και είχε σκοπό να προσδιορίσει ποιες αιματολογικές νόσοι συνδέονται με την υψηλότερη επίπτωση και βαρύτητα της οστεοπόρωσης. Η μελέτη περιέλαβε 181 ασθενείς. Οι περισσότεροι ασθενείς ήταν άνδρες. Βρέθηκε σημαντική απώλεια οστού σε σύγκριση με το γενικό πληθυσμό. Οι μετρήσεις για την οστική πυκνότητα ήταν εμφανώς χειρότερες στους ασθενείς με μη Hodgkin λέμφωμα σε σχέση με τους ασθενείς με χρόνια λεμφοκυτταρική λευχαιμία και τη λευχαιμία μικρών κυττάρων. Σημαντική απώλεια οστού βρέθηκε, ακόμη, λίγο χρόνο μετά τη διάγνωση στους ασθενείς με μυελοδυσπλαστικό σύνδρομο.

Συμπερασματικά, παρατηρήθηκε σημαντική απώλεια οστού στους ενήλικες ασθενείς με αιματολογικά νεοπλάσματα. Ειδικοί τύποι νεοπλασμάτων ξεχώρισαν σε σχέση με τη βαρύτητα της απώλειας οστού. Μεγαλύτερες μελέτες χρειάζονται για να τεκμηριώσουν τις δυνητικά εκτεταμένες επιπτώσεις. Μέτρα προφύλαξης θα χρειαστούν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τη θεραπεία και περιλαμβάνουν αλλαγές στον τρόπο ζωής, όπως τη διατροφή, τη συμπεριφορά και την άσκηση. Ακόμη, απαιτείται παρακολούθηση πιθανώς για χρόνια μετά τη θεραπεία, με τελικό, μακροπρόθεσμο σκοπό την πρόληψη των καταγμάτων και άλλων σκελετικών προβλημάτων και τη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών.
ΠΗΓΗ

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ