πρώτη εικόνα που θυμάται από τη ζωή του ο Πύρρος Δήμας είναι η γιαγιά του να τον ταΐζει μούρα με ζάχαρη.
Η λέξη «φόβος» επανήλθε πολλές φορές, με διαφορετική χροιά, στη συζήτησή μας.
Μιλάει για τον ρατσισμό που δέχτηκε τα πρώτα χρόνια που ήρθε στην Ελλάδα, το πώς νίκησε τον σωματικό πόνο –«σκέφτομαι ότι μπορεί να πονάω, αλλά να μην το καταλαβαίνω»–, για το αν τον πλήγωσε η Ελλάδα και «τις σκιές που έπεσαν πάνω μου ίσως για να μην τυφλωθώ από τη λάμψη», τη Χρυσή Αυγή, τη νέα του ζωή στις ΗΠΑ, όπου οι Αμερικανοί τού έδωσαν γη και ύδωρ προκειμένου να αναλάβει την Αμερικανική Ομοσπονδία Άρσης Βαρών και να βάλει τη χώρα στον παγκόσμιο χάρτη του αθλήματος.
Μιλά για τα τέσσερα παιδιά του, από την 21 ετών Ελένη, που κάνει μεταπτυχιακά στο Σικάγο, ως τον μικρό Νικόλα, που πηγαίνει δημοτικό, αλλά και για την πολύτιμη Αναστασία, τη σύζυγό του που έφυγε από τη ζωή τον Ιούνιο.
Για τη μη συνειδητοποίηση της απώλειας, το «πένθος της στιγμής» όπως λέει, τη μάχη με τον καρκίνο. Και για τα μίλια που γράφει ταξιδεύοντας τώρα σε όλο τον κόσμο, έχοντας νικήσει τον φόβο για τα αεροπλάνα, επιτέλους, και ακούγοντας ελληνική μουσική.
― Βιώσατε τον ρατσισμό τα πρώτα χρόνια της πορείας σας λόγω της καταγωγής σας μέχρι να εξελιχθείτε στον εθνικό ήρωα που υψώνει την ελληνική σημαία. Αισθανθήκατε ποτέ ότι υπάρχει μια μορφή υποκρισίας σε αυτήν τη μεταστροφή της κοινής γνώμης;
Νομίζω ότι τα τελευταία χρόνια το ζούμε με τον Γιάννη Αντετοκούνμπο αυτό – αν και έχουμε τόσο πρόσφατη την κραυγή Τσουκαλά περί πιθήκων… Εντάξει, ο Τσουκαλάς είναι για εισαγγελέα, δεν αξίζει να ασχοληθούμε παραπάνω. Ο ρατσισμός, όμως, είναι ένα σύνθετο φαινόμενο. Έχει να κάνει με την εποχή, τις συνθήκες υπό τις οποίες ζει κάθε κοινωνία, τον πλούτο και, κυρίως, τη φτώχεια των ανθρώπων.
Εγώ ήρθα στην Ελλάδα πριν από τριάντα χρόνια, όταν στη χώρα έφτανε ένα μεγάλο κύμα μεταναστών όχι μόνο από την Αλβανία, αλλά από ολόκληρη την ανατολική Ευρώπη. Σε μια κλειστή κοινωνία σαν την ελληνική ήταν λογικό να εκδηλωθεί αντίδραση. Δεν ήταν, φυσικά, καλό, αλλά ήταν κάτι που δεν μπορούσαμε να αποφύγουμε. Τριάντα χρόνια μετά έχουν γίνει αρκετά βήματα προόδου, δεν γίνεται να μην το παραδεχτούμε αυτό. Όμως πρέπει να γίνουν περισσότερα. Όποιος έχει παιδιά ξέρει ότι οι κοινωνίες αλλάζουν με τις γενιές που έρχονται. Σε κάποια πράγματα πιο εύκολα φεύγουν οι άνθρωποι παρά οι ιδέες τους. Ένας Έλληνας 30 ετών έχει πάει σχολείο με παιδιά άλλων εθνικοτήτων, έχει δουλέψει, έχει κάνει σχέσεις μαζί τους. Δεν κουβαλάει τον συντηρητισμό που είχαν οι γονείς του, είναι φυσιολογικό αυτό. Τότε που ήρθα εγώ στην Ελλάδα, όμως, ήταν αλλιώς.
― Τι εννοείτε;
Εδώ ήμουν Αλβανός, στην Αλβανία ήμουν Έλληνας, μπέρδεμα. Έχουν συμβεί διάφορα περιστατικά που θα μπορούσα να σας διηγηθώ, αλλά, εντάξει, εγώ, ας πούμε, ήμουν τυχερός. Άλλοι έχουν περάσει και περνάνε χειρότερα. Και ξέρετε κάτι; Το θέμα δεν είναι το κάθε περιστατικό, αλλά ο μόνιμος φόβος που βάζει μέσα σου. Εγώ έμπαινα στο λεωφορείο και πιανόμουν από την ψηλότερη λαβή για να φαίνονται τα χέρια μου. Φοβόμουν ότι έτσι και χανόταν κανένα πορτοφόλι θα κατηγορούσαν εμένα…
Διαβάστε την συνέχεια της συνέντευξης εδω : www.lifo.gr