Του ΑΛΕΞΝΔΡΟΥ ΑΡΔΑΒΑΝΗ
Τον παρακολουθώ ώρα πολλή.
Μελέτησε τα χαρτιά του.
Ύστερα σήκωσε το κεφάλι και τον κοίταξε στα μάτια· τον μέτρησε.
Ογδοντάχρονος, καλοστεκούμενος.
Χωρίς εμφανείς συννοσηρότητες με νόσο που μπήκε σχετικά πρόσφατα στο φάσμα των διαχειρίσιμων -χάρη στα νέα φάρμακα.
Ίσως διαχειρίσιμων, ίσως χάρη και σε αυτά.
Σκεφτόταν τι να προτείνει: το καθιερωμένο παλαιότερο, αρκετά δραστικό και οικονομικά προσιτό ή το απλησίαστο σε κόστος καινούργιο με τις λαμπρές υποσχέσεις από τις κλινικές μελέτες;
Με όλες τις επιφυλάξεις του για «μαγείρεμα» των δεδομένων τους.
Με ολόρθους τους φόβους του για απρόβλεπτες τοξικότητες σε προχωρημένες ηλικίες.
Με την κοινωνική συνιστώσα της απόφασης να τον τρυπανίζει: κι αν δίνοντάς το στον υπερήλικο το στερήσεις από έναν νέο; Με τη μυστική αντιφώνηση να τον δαγκώνει: κι αυτός που πλήρωνε ένσημα μια ζωή τώρα που το χρειάζεται δεν το δικαιούται;
Και παραπέρα: ποιος άνθρωπος, ασχέτως ασφαλιστικής συνέπειας και εργατικότητας, δεν δικαιούται;
Ποιος θα σταθμίσει και θα αποφασίσει ποιον ναι, ποιον όχι, ποιο φάρμακο σε ποιον και για πόσο χρόνο;
Με ποια λεπτεπίλεπτη ζυγαριά χωρίς να κατηγορηθεί ή να αυτομαστιγωθεί πως κλέβει στο ζύγι;
Και όχι! O γιατρός δεν ξέρει αν είναι ισοδύναμα τα δυο υποθετικά φάρμακα για τον υπερήλικο αυτής της -ίσως- φανταστικής ιστορίας· κανένας γιατρός δεν ξέρει στην πραγματικότητα από τέτοιες ισοδυναμίες.
Ποτέ δεν ήξερε, ποτέ δε θα ξέρει.
Αλλά σφίγγουν οι τανάλιες των global budgets.
Και δεν μπορει κανένας κοινός γιατρός να σηκώσει ανάστημα απέναντι στον «0αυτοκράτορα» χωρίς να συντριβεί· συμπαρασύροντας και αυτόν ή αυτούς που πάει να υπερασπιστεί -ή έτσι νομίζει.
Άρχισαν οι εκπτώσεις.
Από καιρό έχουν αρχίσει.
Κανένας κοινός θνητός δεν ορίζει τίποτε.
Πλημμύρα ζυγαριές «πειραγμένες» και σταθμά νοθευμένα.
Και μη γελαστείς πως δε σε αφορούν.
* Διαρκές
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ: