Η Μαίρη Τσουκαλά είναι 55 ετών. Πριν από τρία χρόνια διαγνώστηκε με καρκίνο του μαστού.
«Δεν το περίμενα. Είκοσι μέρες πριν είχα κάνει εξετάσεις και ήταν καλές. Ήμουν τυπική. Πήγα τυχαία στον ενδοκρινολόγο κι εκείνος το ψηλάφησε, είχε ήδη κάνει μετάσταση στον λεμφαδένα. Έπαθα πανικό. Δεν μπόρεσα να το αντιμετωπίσω με ψυχραιμία» θυμάται για εκείνη τη μέρα που η ζωή της κάπως σαν να χωρίστηκε στα δύο, το πριν και το μετά.
Ακούγεται ήρεμη από την άλλη πλευρά της γραμμής. Μιλάει αργά και σταθερά. Είχαμε κανονίσει να τα πούμε από κοντά αλλά και τις δύο φορές κάτι συνέβη κι έπρεπε να το ακυρώσουμε.
Την πρώτη φορά που μιλήσαμε τηλέφωνο και της είπαμε ότι κάνουμε ένα κομμάτι για τη ζωή των καρκινοπαθών στην Ελλάδα μας απάντησε με αφοπλιστική ειλικρίνεια:
«Είναι σαν να πηδάς από ουρανοξύστη».
«Γιατί μας το είπες αυτό;» ήταν η επόμενη και μάλλον προφανής ερώτηση.
«Γιατί είναι έτσι ακριβώς. Η ζωή στην Ελλάδα είναι δύσκολη ακόμη κι αν είσαι νέος, υγιής και φραγκάτος. Αν είσαι λίγο μεγαλύτερος και αρρωστήσεις, νιώθεις σαν τα άλογα που τα σκοτώνουν μόλις γεράσουν. »
Δομή δεν υπάρχει. Τα δημόσια νοσοκομεία είναι έτσι όπως τα ξέρουμε, τα ιδιωτικά είναι κερδοφόρες επιχειρήσεις, από την περούκα που αγοράζεις έως το σκληρυντικό των νυχιών. Και οι περισσότεροι γιατροί στερούνται παντελώς αυτού του χαρακτηριστικού της ενσυναίσθησης που θα έπρεπε να έχουν.
Ας μην είμαι άδικη, βέβαια, γιατί έχω πέσει και σε εξαίρετους επιστήμονες».
Ακούγεται θυμωμένη, αλλά o ειρμός της και η διαύγεια των σκέψεών της δεν μοιάζουν να επηρεάζονται. Μας εξηγεί ότι η μεγαλύτερη δυσκολία για έναν καρκινοπαθή είναι να συνειδητοποιήσει πως ο καρκίνος δεν είναι αγώνας δρόμου αλλά μαραθώνιος.
«Όποιος νομίζει ότι ξεμπερδεύει εύκολα, κάνει λάθος». Αυτή η λέξη –«μαραθώνιος»– ακούγεται συχνά από το στόμα ανθρώπων που σχετίζονται με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με τον καρκίνο, είτε είναι ασθενείς, είτε μέλη υποστηρικτών οργανώσεων, είτε γιατροί.