Η κρίση κρατά τους Έλληνες μακριά από τις υπηρεσίες υγείας…

Άκρως ανησυχητικές διαπιστώσεις στο 13ο πανελλήνιο συνέδριο της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας

Οι μεγάλοι χρόνοι αναμονής αλλά και η οικονομική αιμορραγία κυριαρχούν στην (επώδυνη) εμπειρία των Ελλήνων από το σύστημα υγείας της χώρας. Εν μέσω κρίσης, οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας αυξάνονται διαρκώς και πλέον τρεις στους τέσσερις πολίτες χρειάζεται να βάλουν το χέρι στην τσέπη για να λάβουν φροντίδα υγείας. Το κόστος δρα αποτρεπτικά για πολλούς, που παρότι αντιμετωπίζουν κάποιο πρόβλημα υγείας δεν πάνε στον γιατρό.

Τρεις στους δέκα που αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα υγείας τον τελευταίο χρόνο επέλεξαν να μην κάνουν χρήση υπηρεσίας υγείας. Εξ αυτών το ένα τρίτο δήλωσε αδυναμία πληρωμής, με το σχετικό ποσοστό να έχει εξαπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία: μόλις το 5,6% επικαλέστηκε τον ίδιο λόγο το 2006, έναντι 35,8% το 2017. Οι υπόλοιποι κάνουν… τον γιατρό του εαυτού τους, θεωρώντας ότι δεν έχουν κάτι σοβαρό. Σε αντίθεση με το τι ίσχυε πριν από μια δεκαετία, ο κυριότερος λόγος για τον οποίο επισκέπτεται ο πολίτης γιατρό είναι ο «πόνος». Και ένας στους δέκα υπολογίζει ότι θα χρειαστεί να περιμένει περισσότερες από τέσσερις ώρες προκειμένου να εξυπηρετηθεί.

Τη συμπεριφορά των πολιτών σε σχέση με τις υπηρεσίες υγείας εξετάζει η τελευταία πανελλαδική έρευνα της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Υγείας που παρουσιάστηκε πρόσφατα στο 13ο πανελλήνιο συνέδριο για τη διοίκηση, τα οικονομικά και τις πολιτικές υγείας. Η έρευνα έγινε τον Ιανουάριο του 2017 σε δείγμα 2.000 ενηλίκων, στο πλαίσιο του μεγάλου ερευνητικού προγράμματος «Υγεία και Ευημερία» που διεξάγεται σε τακτά χρονικά διαστήματα από το 2001 έως σήμερα.

Υποχωρεί η πρόληψη

Σύμφωνα με τα ευρήματα, ένας στους τέσσερις πολίτες (24,4%) χρειάστηκε να επισκεφθεί κάποια υπηρεσία υγείας –γιατρό, νοσοκομεία ή άλλη μονάδα– τον τελευταίο μήνα. Το ποσοστό αυτό είναι το χαμηλότερο που καταγράφεται την τελευταία δεκαετία, αφού στην αντίστοιχη έρευνα του 2006 το 35,4% του πληθυσμού είχε δηλώσει ότι χρειάστηκε γιατρό τον τελευταίο μήνα.

Πέρυσι, ο κυριότερος λόγος για τον οποίο απευθύνθηκαν σε κάποια υπηρεσία υγείας ήταν η ύπαρξη συμπτωμάτων ή κάποιας ενόχλησης (47,4%), και ακολουθούσαν η αντιμετώπιση χρόνιου προβλήματος, οι προληπτικές εξετάσεις, η αναγραφή συνταγών κ.ά. Αντίθετα, το 2006, η αναγραφή συνταγών και οι προληπτικές εξετάσεις ήταν οι κύριοι λόγοι για τους οποίους κάποιος απευθυνόταν σε μια υπηρεσία υγείας, και μόλις το 21% όσων πήγαιναν στον γιατρό ήταν λόγω συμπτώματος.

Τρεις στους δέκα που αντιμετώπισαν κάποιο πρόβλημα υγείας τον τελευταίο χρόνο επέλεξαν να μην πάνε στον γιατρό, περιμένοντας «να περάσει» ο πόνος. Το 35,8% αυτών δήλωσε ότι ο λόγος για τον οποίο δεν πήγε στον γιατρό είναι το κόστος των υπηρεσιών. Το ποσοστό αυτό έχει σημαντικά αυξηθεί σε σχέση με το 2006, όταν αδυναμία πληρωμής δήλωνε μόλις το 5,9% όσων επέλεξαν να μην απευθυνθούν σε υπηρεσία υγείας.

Πέρυσι, ένας στους τέσσερις Ελληνες (26,4%) που χρειάστηκε φροντίδα υγείας την έλαβε δωρεάν, όταν πριν από μία δεκαετία το «προνόμιο» αυτό είχε ένας στους δύο (52,6%). Στην έρευνα του 2017 οι μισοί περίπου (44,2%) δήλωσαν ότι πληρώνουν έως 50 ευρώ (15,2% το 2006), το 18,6% καταβάλλει από 51 έως 100 ευρώ (8,4% το 2006) και το υπόλοιπο 10,8% περισσότερα από 100 ευρώ.

Ο μικρότερος χρόνος αναμονής και η αποφυγή της «ουράς» είναι τα κριτήρια με τα οποία επιλέγει σε ποια υπηρεσία θα απευθυνθεί το 71,1% και το 66,8% των πολιτών αντίστοιχα. Με βάση την εμπειρία τους συνολικά από τις υπηρεσίες υγείας (ιδιώτη γιατρό, κέντρο υγείας, εξωτερικά ιατρεία ή επείγοντα νοσοκομείου, διαγνωστικά κέντρα κ.ά.), το 28,9% δηλώνει ότι θα χρειαστεί από μισή έως μία ώρα για να εξυπηρετηθεί, το 29,3% από μία έως δύο ώρες, το 14,4% από δύο έως τρεις ώρες, το 5,7% από τρεις έως τέσσερις ώρες και το 8,9% περισσότερες από τέσσερις ώρες.

Σοβαρές συνέπειες

Ο ομότιμος καθηγητής Οικονομικών της Υγείας Γιάννης Κυριόπουλος και ο επιστημονικός συνεργάτης της ΕΣΔΥ Κώστας Αθανασάκης σχολίασαν στην «Κ»: «Η διαχρονική επισκόπηση των ευρημάτων από την έρευνα τεκμηριώνει τις επιδράσεις της έντονης, σε διάρκεια και βάθος, οικονομικής κρίσης στις στάσεις, στις συμπεριφορές και, εν μέρει και προς το παρόν, στο επίπεδο υγείας του πληθυσμού. Ιδιαίτερο βάρος εναποτίθεται στα οικονομικά αδύναμα στρώματα και, ιδίως, στα νοικοκυριά τα οποία εμφανίζουν υψηλές δανειακές υποχρεώσεις: εμφανίζονται ευάλωτα σε όρους ψυχικού φορτίου, ενώ ένα σημαντικό ποσοστό αυτών παραλείπουν τις βασικές δραστηριότητες πρόληψης, ενδεχομένως μεταθέτοντας εγγύτερα στο μέλλον την εμφάνιση νοσηρότητας. Τα ευρήματα της παρούσας και αντίστοιχων μελετών αξιολόγησης του επιπέδου υγείας και των συμπεριφορών απέναντι στους κινδύνους και στις υπηρεσίες υγείας, μπορούν να αποτελέσουν σημαντική βάση για την ανάπτυξη, εφαρμογή και αξιολόγηση πολιτικών Υγείας».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΟΛΟ ΤΟ ΑΡΘΡΟ

ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ