Ήταν καλοκαίρι μια μέρα όπως τις άλλες, όταν βρέθηκα στα σκαλοπάτια μιας εκκλησίας όπου παρακαλούσα ασταμάτητα ώστε τα αποτελέσματα των εξετάσεων του αγαπημένου μου θειου να είναι καλά.
Ο καρκίνος ήταν μια λέξη επικίνδυνη αλλά κάτι μακρινό κάτι που θα συνέβαινε σε οποιοδήποτε άλλον εκτός από εμάς. Θυμάμαι ακόμα τη στιγμή εκείνη που το τηλέφωνο χτύπησε και άκουγα μια φωνή να λέει μεταστατικός καρκίνος πνεύμονα. Άρχισα να κλαίω ασταμάτητα με λυγμούς όχι δε μπορεί να συμβαίνει σε εμάς δε γίνεται.
Δε γίνεται σε αυτόν τον άνθρωπο, έναν άνθρωπο τόσο δυναμικό χαμογελαστό θετικό για τη ζωή .
Το πένθος μας ξεκίνησε τότε. Θυμάμαι ακόμα να τον κοιτάω στα μάτια και να βλέπω το βλέμμα του αλλιώτικο τρομαγμένο, αλλά ταυτόχρονα θαρραλέο από εκείνη τη στιγμή όλα άλλαξαν.
Ήταν σαν να ζούσαμε ένα παραμύθι κακό . Κάθε μέρα βλέπαμε ένα διαφορετικό άνθρωπο πονούσε αρκετά μα δε παραπονιόταν ποτέ. Πάλευε γενναία μέχρι το τέλος. κράτησε την αξιοπρέπεια του τόσο ψηλά όσο ποτέ.
Είχε θέληση για ζωή και πείσμα να αγωνιστεί ρισκάροντας είτε να κερδίσει είτε να χάσει. Τον θυμάμαι να προσεύχεται ασταμάτητα στις χειρότερες στιγμές του.
Μέχρι που έφτασε το τέλος . Το σώμα του τον άφησε, η ψυχή του δε υπέκυψε ποτέ στην ασθένεια. Έμεινε αήττητη και άθικτη μέχρι τέλους.
Μακάρι να μπορούσα να του πω πόση υπερηφάνεια νοιώθω για εκείνον, πόνο και αγάπη. Για μένα θα είναι πάντα ο αγωνιστής μού ένας μεγάλος αγωνιστής που πάλεψε γενναία.
Σ’ αγαπώ θειε μου, η ανιψιά σου η Νανουκα σου