Χαροπάλευε το κορμί σου ακόμα. Η ψυχή σου είχε παραδοθεί από ώρα στα χέρια του, ανακουφισμένη για την απόδρασή της μέσα από εκείνο το αποπνικτικό δωμάτιο με τους θρήνους και τα δακρυσμένα μάτια των ανθρώπων. Απέμεινε μόνο η σάρκα να δίνει τις τελευταίες μάχες της, σε έναν πόλεμο χαμένο, για να σηκωθεί και αυτή ύστερα από λίγο και να φύγει με το κεφάλι ψηλά.
Νομίζω πως τότε ήτανε που κοίταξες τον Χάρο μες στα μάτια, πεσμένη εσύ και αυτός να σε κοιτάει από πάνω, με το βλογιοκομμένο μούτρο του και το μαυριδερό του δέρμα, και του ζήτησες μια τελευταία χάρη.
Αχ αυτά τα μάτια σου! Ποτέ δεν μπόρεσες να τα κουμαντάρεις όπως πρέπει. Πάντα σε πρόδιδαν και πάντα σε έδιναν στεγνά σε όποιον ήξερε να τα διαβάζει. Έτσι δεν σου είπα εκείνη την πρώτη μέρα που με κράτησες στην αγκαλιά σου όταν πάλευα να διαβάσω τα ιερογλυφικά του κόσμου στον οποίον με έριξες να ζήσω; Μα τώρα μου φαίνεται γλυκιά μου πως αυτό το μικρό ελάττωμα των ματιών σου, ελάττωμα σαν το βάλεις αντίκρυ με την μοχθηρία και την αδιακρισία των ανθρώπων, μαλάκωσε το μούτρο του Χάρου, ήρθε και διάβασε μες στα μάτια σου αυτό που του ζητούσες και μας παραχώρησε τα μαρμαρένια αλώνια του για μια τελευταία παράσταση μιας μάνας με τον γιο της.
«Τί ευκαιρία μοναδική μαμά να χω για λίγο ακόμα το κορμί σου για ένα τελευταίο βαλς, από αυτά που πάντα σ’ άρεσαν να βλέπεις οι άλλοι να χορεύουν. Μου χαρίζετε αυτόν τον χορό χαριτωμένη μου κυρία»; Σε έπιασα από τα χέρια, σε σήκωσα όρθια, έκανα πέρα τους άχρηστους ορούς και τους άδειους καθετήρες, και σε έσφιξα στην μικρή μου αγκαλιά για να ξεχωρίζει από την δικιά σου, την μεγάλη. Μου παραπονέθηκες πως δεν σε κρατούν καλά τα πόδια σου αλλά σε μάλωσα και πάλι, να το ξέρεις. « Το τελευταίο βαλς της ζωής μας είναι μαμά! Στήσου επιτέλους στα πόδια σου και χόρεψε μαζί μου».
Το κάνες αγόγγυστα γιατί ποτέ σου δεν μου χάλαγες χατίρι. Σήκωσες με τα τρυφερά χεράκια σου την νυχτικιά για να μην την πατάς και την λερώσεις. Κοκέτα μου εσύ, αστέρι όμορφο, ψυχή μαλαματένια! Έτσι δεν κάνανε μαμά οι αυστριακές πριγκίπισσες στην αυλή του Φρειδερίκου; Αυτές που μου έδειχνες σαν ήμουνα μικρός και μου λεγες: «Κοίτα βρε. Μια τέτοια πριγκίπισσα να βρεις να βάλεις στο πλάι σου!»
Κι εσύ βρε αθεόφοβη με μια απλή νυχτικιά πήγες και στάθηκες μπροστά σε τόσους θυρεούς, σε τόσους τίτλους, και μπόρεσες πάλι να κερδίσεις, από αυτούς, τις εντυπώσεις! Φέρναμε γύρες τα κορμιά μας και όταν σε έβλεπα να λαχανιάζεις και να λυγίζουνε τα γόνατά σου, έβαζα δύναμη εγώ στα δικά μου μπράτσα και σε επανέφερα πάλι στον ρυθμό. Ανέμιζαν τα μαλλιά σου, γελούσε δυνατά το πρόσωπό σου και εκείνο το κορμί το σάπιο στροβιλιζότανε με την χάρη μιας αιθέριας μπαλαρίνας.
Η γυναίκα έλιωνε μέσα σου από καιρό μα από κάτω άρχισε να αχνοφαίνεται το δάκρυ του Θεού, η μάνα. Αθάνατη είπαμε αυτή, δεν νογάει από ύλες φθαρτές που κατεβάζουν οι θεοί και χύνονται σε σώματα ανθρώπων. Θυμήθηκα πάλι το παλίμψηστο και το δα μπροστά μου να χορεύει. Άλλο να ναι γραμμένο πάνω του και άλλο να φαίνεται καθαρογραμμένο από κάτω. Σε κάθε στροφή ξεκολλούσε από το σώμα σου και μια μικρή ανθρώπινη φθορά. Πρώτα το ζαρωμένο δέρμα σου, μετά η φθισική σου σάρκα, το επιπόλαιο της ανάσας σου, το τρέμουλο των χεριών, οι φαγωμένες κόγχες, οι ανυπάκουοι σφιγκτήρες. Όλα ξεκόλλησαν από κει και έμεινες να χορεύεις σαν τ΄ αερικό μες στα χέρια μου ως μάνα τρυφερή, γλυκιά, πανέμορφη.
Όπως τότε που σε αντίκρισα για πρώτη μου φορά και ομολογώ πως άλλη τέτοια γυναίκα δεν θα ‘μαι τυχερός να ανταμώσω πάλι. Ήσουν ψηλή και όμορφη. Φόρεσες πάλι τα καλά σου ρούχα, τα καστανά, και ξαναβρήκες την χαμένη γοητεία των ματιών σου. Μου έκλεισες παιχνιδιάρικα το μάτι και με τράβηξες πέρα μακριά στο πέλαγος της Ικαρίας. «Μια μικρή παρασπονδία θα κάνουμε, μην ανησυχείς. Θα μας το επιτρέψει ο Χάρος». Χορεύαμε με τις ώρες στους ρυθμούς του βαλς σε εκείνη την απλωσιά από αρμύρα, φως και καλοτάξιδα λευκά πανιά και από κάτω μας άρχισε σιγά- σιγά η θάλασσα να ανταριάζει.
Έναν μικρό ανεμοστρόβιλο σηκώσαμε με τις περίτεχνες χορευτικές φιγούρες μας και έπαιρνε που λες την θάλασσα την σήκωνε ψηλά και γκριζάριζε τα αρμυρά νερά της. Τον έβλεπαν οι άνθρωποι απ΄ τις ακτές της Ικαρίας και μονολογούσαν « τι θάμα Θεού είναι αυτό, να σηκώνεται μια αεροδίνη πάνω από μια νηνεμία;». Λες μαμά στους ανεμοστρόβιλους που σκαρώνονται κάθε τόσο να χορεύουν μανάδες με τους γιους λίγο πριν τις αποχαιρετήσουν; Λες να ναι η φύση τόσο σοφά φτιαγμένη;
Κουράστηκα και το νιώσες. «Πάμε» μου είπες, «αρκετά καταχραστήκαμε την εύνοια που μας έδειξε». Γυρίσαμε πάλι πίσω. Σε έβαλα προσεκτικά πάνω στο κρεβάτι, τοποθέτησα ξανά στο στόμα σου μια μάσκα που την λέγαμε βεντούρι και κάθισα δίπλα σου για να σε δω να φεύγεις. Θυμήθηκα τον γιο της κυρίας Σεβαστής. Άραγε τι να κάνει; Γράφει ακόμα;
Άρπαξα το κινητό και άρχισα να γράφω για τα πάθη τα δικά σου. Δίπλα το χαροπάλεμα και μέσα μου το ακριβώς το ίδιο. Λέξεις γύρεψα για αυτήν την μάχη, γιατί λέξεις μόνο έχει τ΄ ανθρώπινο και με αυτές ξεχύνεται για να νικήσει.
«Να τρως, μου λεγες. Να τρως. Έτσι ξεκινήσαμε τις μέρες μας μαζί. Αυτές τις λέξεις τολμάω να θυμάμαι από τότε. «Να τρως αγόρι μου. Να γίνεις μεγάλος και τρανός και να σε καμαρώνω». Και με καμάρωνες. Και στο παρά πέντε σε έβγαζα πάντα ασπροπρόσωπη.
Και ήρθαν εφηβείες, αρρώστιες περαστικές, φευγαλέοι έρωτες, μικρές επιτυχίες και εσύ εκεί, τον χαβά σου. «Έφαγες; Να σου κάνω κάτι; Πεινάς»; Αυτό το γαμημένο μέτρο της αγάπης σας! Παράτα μας ρε μάνα. Παράτα μας. Και ήρθαν τα Πανεπιστήμια και τα μεταπτυχιακά. Σε ένα φοιτητικό δωμάτιο μόνος να διαβάζω, να ξενυχτάω, να καπνίζω, να κάνω έρωτα, να γιατρεύω τις πληγές των εφήμερων των χωρισμών. Κι εσύ; Να χτυπάει το τηλέφωνο, πάντα στις πιο ακατάλληλες ώρες και να σ΄ ακούω να μου λες: « Τι έφαγες σήμερα; Τι θα φας αύριο; Να σου στείλω τίποτα για να χεις να τρως;». Μας κούρασες ρε μάνα. Μας κούρασες με τις ηλίθιες εμμονές σου. Και μετά στον γάμο μου. Όλοι τους χορεύανε, γλεντούσαν, ο γιος σου γαμπρός, τα παιδιά σου όλα εκεί να μας καμαρώνουν. Κόσμος, συχαρίκια, χαμόγελα, και εσύ; Με πλησίασες διστακτική, γιατί ήξερες από πριν την αντίδραση μου , και μου ψιθύρισες. «Έφαγες αγόρι μου; Θα κρυώσει το φαγητό σου»! Έλεος ρε μάνα ,έλεος.
Μέχρι να έρθει το πρώτο σου εγγόνι. Δεν το χάρηκες όπως θα θελες, δεν το παίξες, δεν του μαθες τις λέξεις που μου έμαθες. Ναι μαμά μου εγώ από τους έξι μήνες έλεγα τις πρώτες μου λεξούλες και ας μας κοιτούσαν όλοι τους καχύποπτοι. Εγώ και συ το ξέρουμε μονάχα! «Το ταΐζετε μωρέ; Σαν μικροκαμωμένο να ναι»! Άσε μας ρε μάνα. Άσε μας…..
Και ήρθαν τα δικά σου. Λίγο πριν το πτυχίο σου που τόσο λαχταρούσες. Καρκίνος, αξονικές, γιατροί, πολλοί γιατροί, χιλιόμετρα, ξενύχτια, εισιτήρια, εξιτήρια. Κι εσύ με κοιτούσες με τα μεγάλα μάτια σου και έψαχνες τις λάθος απαντήσεις. Ένα ωραίο ψέμα για να αποκοιμηθείς μια μέρα ακόμα. Και εγώ; «Να τρως μάνα να τρως. Να δυναμώσεις. Να γίνεις καλά να μας χαρείς»!
Στις ίδιες λέξεις καταλήξαμε. Στις ίδιες εμμονές. Να τρως μάνα. Να τρως. Αλλά είχες τον διάολο μέσα σου κορίτσι μου και δεν κατέβαινε μπουκιά. Και εγώ εκεί. Να σε μαλώνω, να σε νουθετώ, να νομίζω πως ξέρω τί περνούσες ! Και εσύ καρτερικά να δέχεσαι τις εμμονές μου. Ούτε παρατά μας, ούτε έλεος, ούτε άσε μας ούτε τίποτα. Ήσουν μάνα και ήμουν γιος, γι’ αυτό….Καλό ταξίδι μάνα..και που σαι! Να τρως εκεί πάνω κορίτσι μου…να τρως….
Γράφει ο
Αναστάσιος Φούντογλου
Γεννήθηκε το 1978 στην Κοζάνη. Εκτοτε Σέρρες, Πτολεμαίδα και ξανα πάλι Κοζάνη για να κλείσει ο κύκλος μιας περιπλάνησης που απλά έπρεπε να γίνει. Ακολουθούν νέα ταξίδια. Πτυχίο Ιατρικής Ιωαννίνων, φανταρικό, ειδικότητα νεφρολογίας, μεταπτυχιακό στη Διοίκηση Μονάδων Υγείας και σπουδές στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ. Ο ορισμός της διχασμένης προσωπικότητας δηλαδή. Ειδικευμένος νεφρολόγος το πρωί και Πολιτικός Επιστήμονας το υπόλοιπο της μέρας. Αν τον ρωτήσετε δε- όχι ότι σας νοιάζει αλλά να, είναι και αυτή η αβροφροσύνη που επιβάλλει ενιότε τέτοιου είδους ευγένειες- ποια προσωπικότητα προτιμά μην περιμένετε να πάρετε ξεκάθαρη απάντηση. Αναλόγως την περίσταση…