«Ζω με αυτό. Το σκέφτομαι. Υπάρχουν μέρες που φοβάμαι. Όποιος λέει ότι δεν φοβάται, νομίζω ότι δεν λέει την αλήθεια». Ο Νίκος Κυζερίδης αντίκρισε κατάματα το τέλος. Δεν σάστισε.
Δείλιασε, όπως κάθε άνθρωπος, για μερικά δευτερόλεπτα. Η πρώτη σκέψη, η εύκολη λύση. Να αφαιρέσει τη ζωή του. Το παράθυρο ήταν κοντά. Το φαντάστηκε για λίγο. Όσο διαρκεί το άνοιγμα και το κλείσιμο των ματιών.
Διάλεξε τη ζωή. Διάλεξε τη μάχη. Και έξι χρόνια μετά, βρίσκεται στο αγαπημένο του γήπεδο. Για να μπορεί να διηγηθεί όσα έζησε. Να χαμογελάσει. Να κλάψει. Να αισθανθεί αγάπη. Και να μπορεί να την μοιράσει.
Αυτό δεν έκανε άλλωστε και όταν φορούσε τη φανέλα του Άρη; Και οι ποδοσφαιριστές μοιράζουν αγάπη, με όσα κάνουν στο χορτάρι. Ίσως γι’ αυτό έλαβε περίσσια όταν η αρρώστια του έγινε γνωστή.
Όσα χρόνια και αν περάσουν, ο Νίκος Κυζερίδης, μόνιμος κάτοικος Ντίσελντορφ πια, δεν μπορεί να την λησμονήσει. Όπως δεν μπορεί να βγάλει από το μυαλό του εκείνη την περίοδο. Σκοτεινή. Με ένα περίεργο είδωλο του εαυτού του.
Τόσο… σπασμένο που δεν μπορούσε να το αναγνωρίσει. Ένας ξένος στο κορμί του.