Οχτώ το πρωί, κι ο καφές σου καίει το στόμα.
Κοιμόταν ακόμα, κι ήθελες τσιγάρο
ήθελες να φύγεις και ντρεπόσουν που ήθελες να φύγεις.
Άβολη καρέκλα, άβολη ζωή.
Τόσες μέρες, και δεν ξέρετε, δεν ξέρεις
πόσο ακόμα. «Η ιατρική δεν είναι ακριβής επιστήμη».
Η Κόλαση κρύβεται στην ανακρίβεια.
Η Κόλαση είναι αυτό το κυλικείο.
Δες: ψυχές δεμένες περιμένουν.
Να της πάρει κριμ κράκερ γιατί το στομάχι της είναι χάλια.
Να του πάρει μωρομάντηλα γιατί έχει γίνει σαν μωρό.
Κοιτάς το ρολόι. Ο καφές κρύωσε – αφού σου έγδαρε τον ουρανίσκο.
Θα ‘χει ξυπνήσει άραγε; Να της πας κάτι; Τι να της πας;
Θες να ρωτήσεις την κοπέλα στο ταμείο:
«Έχετε υγεία; Έχετε το πριν αρρωστήσει; Έχετε λίγη ελπίδα να μου δώσετε;»
Μπορεί να βγει αύριο-μεθαύριο.
Μπορεί και όχι.
Να κατέβετε μαζί στο κυλικείο, κι εσύ να κρατάς το στατό με τον ορό.
Τα μάτια της κόκκινα. Τα μάτια της κίτρινα.
Τα μάτια σου χάμω.
Ίσως, όμως, να ‘ναι και λίγο Παράδεισος το έρημο κυλικείο.
Κάτι να φας, κάτι να πιείς, κάτι ν’ ανασάνεις.
Το τσιγάρο που κάνεις και για κείνην, γιατί αν η σκιά είναι σκιά,
τσιγάρο ξανά δεν έχει.
Πρέπει να ανέβεις. Δεν θέλεις. Πρέπει. Δεν θέλεις.
Το ασανσέρ – τι σπάσιμο – σταματάει σ’ όλους τους ορόφους.
Σέρνεις τα πόδια – να τρενάρεις το τρεμάμενο χαμόγελο.
Της έφερες μια κρέμα, μα δεν έχει ξυπνήσει.
Της χαϊδεύεις τα μαλλιά.
«Πρώτα,» της λες, «θα σηκωθείς απ’ το κρεβάτι, θα βγούμε απ’ τον θάλαμο, θα πάρουμε το εκνευριστικό ασανσέρ, θα βγούμε έξω – έξω! – κι αν έχεις λαχανιάσει, θα κάτσουμε στο κυλικείο.»
Κι αν οι εξετάσεις, αν οι ακτινογραφίες, αν οι αιματολογικές…
Θα σου φυσήξω τον καφέ, να μην καείς.
Αυτό, τουλάχιστον είναι στο χέρι μου – στα χείλη μου.
Ξυπνά. Το παρακάτω δεν το ξέρεις.
Αύγουστος Κορτώ