Επιστρέψαμε στη βραχεία νοσηλεία του Αγίου Σάββα και στην «τιμωρία» της ξεχωριστής αναμονής, αλλάξαμε θεραπεία.
Έχω φτιάξει ένα πρωτόκολλο για αυτή την αναμονή ή μια «χορογραφία» όπως θέλεις πες το, αφού πάντα επαναλαμβάνω τις ίδιες κινήσεις .
Όταν πια έχουμε τελειώσει με τα γραφειοκρατικά και ο Δημήτρης μπαίνει και ξεκινάει τη θεραπεία του, εγώ βγαίνω από τον Άγιο Σάββα και ανηφορίζω προς το σταθμό του μετρό Αμπελόκηποι. Περνάω από τη ΓΑΔΑ και φτάνω στις κυλιόμενες σκάλες του σταθμού, για να βρω τον πωλητή του περιοδικού δρόμου “Σχεδία”.
Όταν το πρωτοσυνάντησα αυτό το περιοδικό θεώρησα ωραία «υποχρέωση» να διαθέσω 3 €, για να ‘χει εργασία ένας άνθρωπος που δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει κάτι άλλο, θεώρησα πως αυτά τα 3 € ήταν ελάχιστο ποσό για να έχει κάποιος ελπίδα. Να όμως που άλλαξαν οι καιροί και ψάχνω εγώ την ελπίδα μου, σε αυτό το περιοδικό, ψάχνω πάντα την ιστορία στην τελευταία σελίδα, την ιστορία του ανθρώπου με το κόκκινο γιλέκο,ενός ανθρώπου που όλα του πήγαν στραβά και παρ’ όλα αυτά βρήκε τη δύναμη να σταθεί στα πόδια του και να συνεχίσει.
Πάντα διαβάζω την εφημερίδα και το περιοδικό μου ξεκινώντας από το τέλος, δεν ξέρω ποια είναι η ψυχιατρική εξήγηση γι’ αυτό το κάνω χρόνια τώρα.
Αλλά αυτή τη στιγμή έχω ανάγκη να διαβάσω για την νίκη ενός ανθρώπου, μου είναι απαραίτητη η αισιοδοξία και η πίστη, πως ακόμα και στα δύσκολα υπάρχει ελπίδα.
Στη συνέχεια ανηφορίσω και πάλι πίσω προς τον Άγιο Σάββα με το περιοδικό στην αγκαλιά μου, για να σταματήσω στο μικρό γυάλινο κινητό κατάστημα, της κυρίας που πουλάει κουλούρια Θεσσαλονίκης, έξω από την κεντρική είσοδο του νοσοκομείου.
Έχει μια εξαιρετική αύρα αυτό το μικρό γυάλινο σημείο, θέλεις η μυρωδιά του σουσαμιού, θέλεις η ευγένεια που έχει ο τρόπος που σε κοιτάει στα μάτια η χαμογελαστή πωλήτρια!
Δεν ξέρω μάλλον θα πρέπει να έβαλαν την προκήρυξη για την θέση αυτή, προαπαιτούμενα προσόντα, την αγάπη, την συμπόνια και την καλοσύνη, γι’ αυτό την πήρε τη θέση η χαμογελαστή κυρία, με το μικρό γυάλινο κινητό κατάστημα της. Έξω από το μεγαλύτερο αντικαρκινικό νοσοκομείο της χώρας, δεν στήνεις απλά τον πάγκο σου για πουλήσεις κουλούρια, πρέπει να έχεις και κάτι παρά πάνω να δώσεις… ενσυναίσθηση.
Την επόμενη φορά να θυμηθώ να ρωτήσω το όνομα της.
Επιστρέφω λοιπόν με τα κουλούρια μου και το περιοδικό μου, στην αναμονή του γραφείου κινήσεις, με την σκουριασμένη πόρτα που ανοιγοκλείνει μ´ έναν γκρινιάρη θόρυβο, μέχρι να τελειώσει ο Δημήτρης και να φύγουμε προς το σπίτι μας, απαραίτητη όμως είναι η στάση και αυτή τη φορά στο φαρμακείο του ΕΟΠΥΥ για να πάρουμε τα φάρμακα και τα ενεσακια του για το σπίτι.
Στη διαδρομή ο Δημήτρης με ρωτάει για την ιστορία στην τελευταία σελίδα της «Σχεδίας» και τρώμε μαζί τα κουλούρια από την είσοδο του Αγίου Σάββα.
Του διαβάζω για για τον Ταϊλαν Τονάκ αλεβίτης κουρδικής καταγωγής, για το πώς έφτασε στην Ελλάδα για τις δυσκολίες που αντιμετώπισε, για τη δύναμη που του δίνει το κόκκινο γιλέκο.
Ο Δημήτρης ακούει με προσοχή και μετά μου εξηγεί πόσο καθοριστική είναι η συμβολή των αλεβιτών στον πόλεμο με τον ISIS.
Πίνουν κρασί, πιστεύουν στην «Αγία Τριάδα» και στο «αγαπάτε αλλήλους». Η θρησκευτική τους λειτουργία περιλαμβάνει τραγούδι, μουσική και μικρόφωνο. Πιστεύουν στον Αλλάχ αλλά ερμηνεύουν το Κοράνι αλληγορικά και όχι κατά γράμμα.
Τον αγαπώ που κάθε φορά μου μαθαίνει κάτι καινούργιο, όχι με δασκαλίστικο τρόπο, αλλά με στοργή και έννοια. Δεν μου επιδεικνύει τις γνώσεις του, μου τις διαθέτει χάρισμα μου!
Ευτυχώς τελειώσαμε νωρίς με το Φαρμακείο και φτάσαμε στο σπίτι μεσημέρι. Στο μικρό σπίτι, στο καταφύγιο μας, ευγνωμονώ τη μητέρα του, που επέλεξε αυτό το σημείο να επενδύσει τα χρήματα που έβγαλε ως μοδίστρα και έχτισε μόνη της, σπίτι για τα παιδιά της.
Το σπίτι μας με την θεραπευτική θέα του, από τα αριστερά της βεράντας να ανατείλει ο ήλιος πίσω από την Ακρόπολη και δεξιά της να δύει κάθε μέρα στον Σαρωνικό και να μας σκορπά το κόκκινο του!
Το σπίτι μας που έχει όμως 50 σκάλες και δεν έχει ασανσέρ, ο Δημήτρης δεν μπορεί να ανεβεί όλα τα σκαλιά με την μια, πρέπει να κάνει στάση σε κάθε όροφο.
Δεν θέλει όμως να τον βλέπω έτσι, για αυτό κάθε φορά, όταν επιστρέφουμε από το νοσοκομείο, «παίζουμε» και δυο το μικρό μονόπρακτο μας.
Όταν φτάσουμε στο σπίτι λοιπόν μου λέει:
-κορίτσι μου θα φύγεις μπροστά για ν´ανάψεις το θερμοσίφωνο, θέλω να κάνω ένα ντουζάκι.
Του δίνω ένα φιλί και του λέω
-εννοείται αγάπη μου!
Έτσι κάνω εγώ πως δεν καταλαβαίνω και εκείνος κάνει πως μπορεί.
Πίστη Κρυσταλλίδου