Ένα αγόρι στο κρεββάτι της αγωνίας
Άπλωσε το χέρι στον κατάφρακτο με στολή προστασίας γιατρό
Εκείνος δεν ανταπέδωσε
Ανέκφραστος γιατρός
-όση έκφραση μπορείς να μαντέψεις πίσω από μάσκα και προσωπίδα
Έμεινε ο γιατρός με τα γάντια χέρια γαντζωμένα στα κάγκελα
-όπως κουκουβάγια σε κλαδί
Και το σκελετωμένο χέρι του αγοριού έμεινε μετέωρο
-όπως επαίτης σε διαβάτη που έκανε να δώσει και μετάνιωσε
Σε καταγγέλλω Κοβίντιε!
Εσένα και όσους παραλλάσσονται
-και παρατάσσονται πίσω από τη θεόρατη σκιά σου
Κυρίως εκείνους τους ιπποκρατίδες
-που πάντα σιχαίνονταν τα δέρματα των αρρώστων
-τους φοβικούς των μικροβίων, τους υποχόνδριους
Τους έδωσες το τέλειο πρόσχημα
Τους δικαίωσες
Και άφησες τους αρρώστους ολομόναχους να πορεύονται
-στον ίλιγγο του κενού
Χωρίς τα αγαπημένα χέρια να σφίγγουν τα χέρια
-χάδι στα αποκαμωμένα μέτωπα
Χωρίς τους ψίθυρους αγάπης στα τύμπανα που βουίζουν
-το σφύριγμα του φρενιασμένου αίματος
Χωρίς τίποτα να θυμίζει πως πέρασαν από δω κι αυτοί
Στο μεταξύ οι αισιόδοξοι συνεχίζουν ανυποψίαστοι
-πώς να σκεφτεί ένας χαζοχαρούμενος;
Απέχουν εξίσου μεταξύ τους και από την πραγματικότητα
Τρίγωνα φριχτά που εμβολίζουν το παρελθόν
-παραπλανητικά δείχνοντας το αίσιο τάχα μέλλον
Όχι!
Άλλο από τη διάσωση της επαφής γιατρού και αρρώστου
δε μπορώ να εικονίσω για το μέλλον
Επαφή πόλων φορτισμένων να γίνουμε
Ας γίνουν τόξα βολταϊκά τ’ αγγίγματά μας
Ας μας κεραυνοβολήσουν
Να μείνουμε κοντά και ας καούμε
Κοβίντιε σε απεχθάνομαι
Ας ξέρω πως δεν είσαι παρά περισκόπιο
Στο υποβρύχιο άλλοι οπλίζουν τις τορπίλες
Μήπως δεν είσαι παρά ολόγραμμα του αύριο;
Αν όχι τι άλλο είσαι και μας δείχνεις;
Θεοφάνεια σήμερα κι ακόμα σκοτάδι
Κοβίντιε σε μισώ και σε φοβάμαι
Ξέρω πως καμιά αγέλης ανοσία
Κανένα παίγνιο της συλλογικής Νόησης
Δε θα μπορέσει να μας γυρίσει
Στην απαρχή του αλληλούια
Την πρωταρχική αλληλεγγύη των σπηλαίων
Προσχωρώ εκών-άκων σε όποιο εργαλείο σταθεί
Ικανό να μας οδηγήσει στην Απαρχή
Και μη νομίζεις ότι μόνο η πρόσω κίνηση αξίζει
Πρόσθιο ή ελεύθερο ή κρόουλ είναι εκδοχές
Με χέρια σε έκταση ακίνητος στην ακύμαντη επιφάνεια
Ύπτιος βλέπεις τον ήλιο, το φεγγάρι, τ’ αστέρια
Μα στη φουρτούνα αν ακίνητος θα δεις τον βυθό
Πρέπει να χτυπηθείς με τη θάλασσα για να μάθεις
Να νιώσεις πως η Επιστροφή στη αθώα Απαρχή αξίζει
Όσο και η πρόωση στο αύριο της μούμιας Ανθρωπότητας
Σε όλους εμάς μιλώ τους ναρκωμένους από φονιά περαστικό
Όχι στον φονιά μα στο αγόρι στο εναγώνιο κρεββάτι
Κάθε λαβωμένο που πια δεν ακούει μιλώ
Κυρίως σε κάθε άφρονα που η σειρά του πλησιάζει
Αλέξανδρος Αρδαβάνης