ΠΡΙΝ
2.5 μήνες, εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι στη Θεσσαλονίκη, όπου κάθισα με τον γκρι φάκελο στα χέρια, στο παγκάκι του πεζόδρομου, έχοντας ακούσει τα νέα.
«Φαίνεται πως πρόκειται για μια νέα κακοήθεια…Αυτό που βλέπω, δεν είναι καλό…έχεις κάποιον μαζί σου;»
Είπα ένα ξερό αλλά πολύ σίγουρο «ΝΑΙ» και συνέχισα να ακούω τη γιατρό να περιγράφει αναλυτικά τα όχι και τόσο ευχάριστα νέα.
Μ’ έσφιγγε κι αυτή η μάσκα…Ασφυξία κόντεψα να πάθω…ή απλά, έτσι νόμισα.
Μετά από ώρα, πήρα το γκρι φάκελο στα χέρια μου, ευχαρίστησα ευγενικά και αποχώρησα από το ιατρείο κατεβαίνοντας τα σκαλιά για να «χωνέψω» τα νέα καλύτερα.
Πάντα την πρώτη ώρα, όσοι άνθρωποι κι αν σου κρατούν το χέρι κυριολεκτικά ή όχι, μόνος παλεύεις για να ξαναβγείς στην επιφάνεια και να πιάσεις το σωσίβιο.
Εξάλλου ο καρκίνος, είναι μια μοναχική αρρώστια. Την περνάς μόνος σου, γιατί κυρίως, είναι πολύ μεγάλες οι αλλαγές που συμβαίνουν, στον εαυτό σου τον ίδιο. Πρέπει πρώτα εσύ να διαπιστώσεις αυτή τη νέα μεταβολή μέσα σου, να τη «χωνέψεις», να την αγαπήσεις για άλλη μια φορά πάλι από την αρχή, με όλα τα νέα της δεδομένα. Για να έχεις την ψυχραιμία να πας παρακάτω. Να πας και τους δίπλα σου και πολύ φοβισμένους παρακάτω.
Βγήκα στον πολύβουο πεζόδρομο και κάθισα στο πρώτο παγκάκι που είδα μπροστά μου. Σωριάστηκα για την ακρίβεια. Κοίταξα μηχανικά το ρολόι μου.
Ώρα 2.50.Μεσημέρι. Δεν έπρεπε να αργήσω.
«Είχαμε πει πως σήμερα θα φάμε νωρίς…Γαμώτο»!!!
Αυτό, το είπα φωναχτά. Δύο τρείς άνθρωποι που περπατούσαν στον πεζόδρομο, γύρισαν και με κοίταξαν περίεργα.
«Ακόμη δε μας το βρήκαν και μας χαλάει τα σχέδια»
Αυτό, το σκέφτηκα από μέσα μου, απ’ έξω μου, απλά ξεφύσηξα.
Έπρεπε να πάρω πρώτα δύο τηλέφωνα για να πω τα νέα. Στους βράχους μου. Εκεί που σκαν όλα τα κύματα. Όσο κι αν καθυστερούσα με ηλίθιες δικαιολογίες, έπρεπε να κάνω αυτά τα τηλεφωνήματα. Κοίταζα μια το γκρι φάκελο, μια το τηλέφωνο. Σχημάτισα τους αριθμούς, χτύπησε δύο φορές και τα είπα όλα. Όπως ακριβώς τα είχε πει η γιατρός. Προσπάθησα όπως πάντα, η φωνή μου να διαθέτει την απαιτούμενη ψυχραιμία και μια χροιά χαζοχαλάρωσης για να μεταδοθεί και στην άλλη πλευρά του ακουστικού. Βλέπεις δεν ήταν η πρώτη φορά που η άλλη πλευρά άκουγε τέτοια νέα. Έτσι ακριβώς, είχε συμβεί και πριν 12 χρόνια. Μόνο που τώρα, εγώ λέγοντας τα νέα είχα αρχίσει στιγμιαία, να φοβάμαι λίγο παραπάνω. Ίσως γιατί είχα πλέον μεγαλώσει. Και τώρα, κάπως απότομα ομολογουμένως, εκεί που δεν το περίμενα, έπρεπε να κατανοήσω την σοβαρότητα του πράγματος. Το τηλέφωνο έκλεισε.
Σειρά είχε και η δια ζώσης ενημέρωση στον άνθρωπο που πριν η γιατρός ρώτησε αν «κάποιος» είναι μαζί σου.
Και τι να πω; Πως να το πω; Σε έναν άνθρωπο που είναι εντελώς έξω από αυτά, αλλά δείχνει παράλληλα πως είναι τόσο μέσα και τόσο κοντά. Με ποιόν τρόπο να το πω; Μια κι έξω μάλλον . Ειλικρινά και χωρίς περιστροφές για την κατάσταση. Δε λέγονται αλλιώτικα αυτά.
Σηκώθηκα από το παγκάκι. Ξανακοίταξα το ρολόι.
30 λεπτά μετά. Είχα αργήσει στο ραντεβού.
Αντί να πάρω ένα ταξί , βλακωδώς, ξεκίνησα να περπατάω. Γρήγορα .Μάλλον από ανάγκη. Από πάντα όταν ζοριζόμουν περπάταγα…
Έβαλα στο gps, στην προέκταση του χεριού μου, το σημείο του ραντεβού. 2.5 χιλιόμετρα. Θα φτάσω γρήγορα.
Περπάταγα και σκεφτόμουν.
Σαν να βομβάρδιζε το μυαλό μου μια φωνούλα όλο σκέψεις!
-«Γιατί τώρα που όλα πάνε καλά;»
-«Γιατί πάλι;»
Περπατούσα κι αντί να βλέπω τα φανάρια για τους πεζούς που ξεφύτρωναν συνέχεια μπροστά μου, σχημάτιζα λέξεις στα μάτια μου.
-Διάδρομοι
-Πόνος
-Φόβος
-Αγωνία
Χειρουργείο
-Νοσοκομείο
Και περπατούσα…κι «έτρωγα» τα χιλιόμετρα.
Και μέσα σε αυτά τα 2.5 χιλιόμετρα, νευρίασα και λυπήθηκα κι απογοητεύτηκα. Από μένα.
-«Να έκανα κάτι λάθος;»
-«Να μην πρόσεξα αρκετά;»
Κι αναρωτήθηκα πάλι. «Γιατί σ’ εμένα»!
Και σκέφτηκα πως στεναχωρώ ξανά ανθρώπους. Και περπάταγα
Καταλάβαινα τον ιδρώτα να κατεβαίνει ποτάμι απ΄τη ραχοκοκκαλιά μου. Το πρόσωπο μου μούσκεμα.
-«Να βράσω τη Θεσσαλονίκη σας Αυγουστιάτικα…»
Λες κι έφταιγε η πόλη…ή το καλοκαιράκι!
Εγώ έτρεχα και δεν το καταλάβαινα. Εγώ ζοριζόμουν.
-«Έχω τόσα να κάνω…Τώρα βρήκε να ξανάρθει;»
Αλλά ήρθε. Κι έπρεπε να το λύσω. Με τον καλύτερο τρόπο, το συντομότερο δυνατό!
Υποτροπή…τι λέξη κι αυτή…Κάτι σε αλλαγή μου θύμιζε πάντα.
Λένε, πως η αποδοχή μιας δύσκολης συνθήκης της ζωής μας, είναι καμιά φορά η μισή λύση στο πρόβλημα. Όσο δύσκολο κι αν είναι να αποδεχτείς. Όσο δύναμη κι αν θέλει.
Μετά από περπάτημα και σκέψεις, έφτασα το σημείο του ραντεβού. Και ξεφούρνισα για άλλη μια φορά νέα άσχημα που δεν καταπίνονται εύκολα, σε πρόσωπο αγαπημένο.
«Πόσο τους στενοχωρείς…» Πάλι αυτή η φωνούλα…
Και πέρασε ο καιρός…Κι αυτό που έμεινε σαν γεύση στο στόμα από εκείνο το μεσημέρι, ήταν η πίκρα εκείνης της κρύας μεσημεριανής μπύρας μες στον κατακαλόκαιρο. Και κείνο το ανόρεχτο «στην υγειά μας»…
ΤΩΡΑ
Από τότε ως τώρα, μέσα σε αυτούς τους 2.5 μήνες, άλλαξαν πάλι όλα. Και για άλλη μια φορά, αναθεώρησα τα πάντα. Ξεχώρισα τους καλούς απ’ τους κακούς, τους ψεύτικους απ΄ τους αληθινούς. Είδα βλέμματα συμπόνιας, λύπης μα όχι λύπησης, βλέμματα ελπίδας! Κατανόησα ψυχές ανθρώπων που τους ήξερα μονάχα λίγο. Κατανόησαν όμως κι οι άνθρωποι δίπλα μου. Τις ανάγκες και τα θέλω μου.
Οι «βράχοι». Αυτοί που είναι τελικά ΕΚΕΙ. Σταθεροί, ακλόνητοι και νομίζεις πάντα άτρωτοι.
Πάντα σε τέτοιες δυσκολίες, αναζητάς τις σταθερές της ζωής σου.
Αυτούς που πάντοτε έχουν να σου χαρίσουν ένα βλέμμα σιγουριάς. Αυτούς που θα σου κάνουν σίγουρο, ότι αυτό το άνισο θα πάει καλά. Αυτούς που με μια λέξη , καταφέρνουν να σιγουρέψουν το «μετά» σου, κι ας μην το ξέρουν. Αυτούς που το πιο δυνατό «σ’ αγαπώ» , στο λένε απλώνοντας σου το χέρι για να σε βοηθήσουν να σηκωθείς.
Γιατί αν πέσεις, θα κλάψεις, θα τσαντιστείς, θα τα βάλεις με σένα, με όλους…Αλλά θα πρέπει στο τέλος να δώσεις μια, και αφού χαμογελάσεις στον εαυτό σου, να σηκωθείς. Να πείς πως τέλειωσε. Γιατί έτσι πρέπει. Γιατί πρέπει να συνεχίσεις τη ζωή σου. Γιατί έχεις πολλά όμορφα που σε περιμένουν ακόμη.
ΜΕΤΑ
1μήνας μετά, απ’ τη μέρα που αυτή η οριζόντια γραμμή χαμηλά στο λαιμό, έγινε πιο έντονη, πιο κόκκινη, πιο άσχημη για άλλη μια φορά!
Διάβασα πρίν μέρες κάτι για τα σημάδια στο σώμα μας και συμφώνησα.
«Τα σημάδια μας είναι η ζωή μας. Υπάρχουν για να μας θυμίζουν από τη μία την τρωτότητα της φύσης μας κι απ’ την άλλη τη δύναμη της ανθρώπινης αλύγιστης ψυχής που λυσομαχάει όχι μόνο για να επιβιώσει, αλλά και για να ισοπεδώσει κάθε τι που θα σταθεί εμπόδιο για να ζήσει τη στιγμή…Αυτή τη στιγμή που είναι το παρόν, που γίνεται παρελθόν και χάνεται…»
Ένας απ’ τους «βράχους» μου, μου πε το προηγούμενο διάστημα, πως δε βλέπει σημάδι πάνω μου…
Πως βλέπει ένα παράσημο! Πως το σημάδι μπορεί να φύγει κάποια στιγμή, μα το παράσημο, ποτέ!
Και χαμογέλασα! Και σαν να ελάφρυνα. Κι ίσως ήταν η πρώτη φορά μέσα σε αυτά τα 12 χρόνια που δίνω τη μάχη, που βράχηκαν λιγάκι τα μάτια μου. Μέσα στα παπλώματα. Ανάμεσα στους ύπνους, απόρροια της νάρκωσης. Χωρίς κανένας να με δει. Γιατί τόσα χρόνια, ούτε δάκρυ δεν είχα χύσει γι’ αυτό που συμβαίνει.
Έκλεισα τα μάτια μου που έκαιγαν. Κοιμήθηκα κι είδα το πιο όμορφο όνειρο. Πως ήταν χειμώνας, πως βρισκόμουν μέσα σ’ ένα ποτάμι. Ως τα γόνατα το νερό. Με ανατρίχιαζε το κρύο. Γύρω ήταν όλα άσπρα. Τόσο χιόνι, δεν είχα ξαναδεί ποτέ μου! Ο κρύος αέρας μου έπαιρνε τα αιωνίως ατημέλητα ξανθωπά μαλλιά μου…Ένα χέρι, άγγιξε το σημάδι μου απαλά και πολύ προσεκτικά. Δεν τραβήχτηκα, δεν ανατρίχιασα, δεν ξαφνιάστηκα με την στιγμιαία «παραβίαση» του μια ζωή προσωπικού μου άβατου…
Όλα γύρω μου πλέον χαμογελούσαν! Όλα ήταν επιτέλους όπως θα έπρεπε να είναι.
Κι ο χειμωνιάτικος ήλιος, πέρναγε πλέον μέσα από τα κλαδιά των δέντρων και μου ζέσταινε τα μάγουλα!
Τα λόγια αυτά, αφιερώνονται στους ανθρώπους που απ΄τα τέλη Αυγούστου, κρατάνε το χέρι μου σφιχτά, ουσιαστικά και αληθινά!
Άννα Λάτσιου