Καλέ μου Γκρι, καθώς σου γράφω, το κοριτσάκι μου έχει ανεβάσει πυρετό 38,4. Την παιδεύει και μια επώδυνη στοματίτιδα, συνέπεια της ανοσοκαταστολής και των χημειοθεραπειών. Για να χρησιμοποιήσω τη γλώσσα των γιατρών, «όλο αυτό είναι λίγο πολύ εντός προγράμματος». Ετσι είναι: οι γιατροί ερευνούν, ενόσω οι γονείς αγωνιούν.
Το εκπληκτικό είναι ότι η ίδια διατηρεί αμείωτο το κέφι της. Βλέπεις, το τετράχρονο αγνοεί ότι πάσχει από μια νόσο «δυνητικά θανατηφόρο», δεν βιώνει τους αργούς χρόνους του εγκλεισμού όπως ένα μεγαλύτερο παιδί, όταν, δε, τελειώνει μια ταλαιπωρία, αμέσως την ξεχνά. Τα ωραία της μαλλάκια πέφτουν, αλλά αυτό δεν την απασχολεί.
Όπως και τα άλλα παιδιά της ηλικίας της ή και μικρότερα: στήνουν αυτοσχέδια κυνηγητά και κρυφτό με τις νοσηλεύτριες στους κατά τα άλλα ήσυχους διαδρόμους του «Ελπίδα». Φορώντας πάντοτε τη μάσκα τους έξω απ’ το δωμάτιο, με τις ελάχιστες τούφες στο κεφάλι τους, σέρνουν μαζί τους το στατό με τους ορούς κι όμως, είναι έτοιμα να παίξουν λες και βρίσκονται στις κούνιες.
Δεν ισχύει ακριβώς το ίδιο με ένα δωδεκάχρονο αγόρι σε παρακείμενο δωμάτιο. Είναι σε μια ηλικία όπου πια φέρει βαρέως το γυμνό του κρανίο. Πλήττει αφόρητα μέσα στο δωμάτιο, παρακολουθώντας στο κινητό την παρέα του να κάνει βόλτες. Και δεν είναι από την άγνοια κινδύνου που έχει η κόρη μου: ο δωδεκάχρονος είναι σε θέση να σκεφτεί ότι κινδυνεύει ή ότι κινδύνευσε σοβαρά. Κι όμως, είναι ακόμη παιδί. Ένα παιδί που φοβάται για τη ζωή του, και όχι με αφορμή μια υπαρξιακή κρίση – πόσο αποκαρδιωτική σκέψη είναι αυτή, ε;
Οι γονείς του είναι νέοι και ωραίοι. Με εμψυχώνουν με το βλέμμα τους, με τον λόγο τους, όντας βετεράνοι (από τον περασμένο Νοέμβριο που τους βρήκε το κακό). Την έχουν μάθει πια τη νόσο, την έχουν υποτάξει – πρώτα και κύρια χάρη στη θεία επιστήμη, δευτερευόντως όμως το έχουν κάνει και μέσα τους. Κι ωστόσο, όταν έγινε η διάγνωση, η μητέρα του είχε επί δέκα ημέρες μιαν επίμονη άρνηση. «Δεν μπορεί, θα δουν ότι κάνουν λάθος οι γιατροί», έλεγε. Το θέαμα, πάντως, παραμένει αλλόκοτο: ο εύρωστος, ευθυτενής πατέρας να συνοδεύει τον κυρτωμένο, ωχρό γιο στον διάδρομο. Η εικόνα θα έπρεπε να είναι ανεστραμμένη.
Θυμάσαι, καλέ μου Γκρι, την εφιαλτική 5η Φεβρουαρίου, όταν μετά τις πρώτες εξετάσεις στο «Αγία Σοφία», ο παιδίατρος μου τα μάσαγε; Όταν μπήκαμε μέσα για αναιμία ή σιδηροπενία και βρέθηκα στον διάδρομο να τον ρωτώ «Γιατρέ, το παιδί μου έχει καρκίνο;» και τότε άκουσα για πρώτη φορά τη λέξη «λευχαιμία»; Θυμάσαι; Κάναμε την εισαγωγή, γύρισα στο σπίτι για ένα μπάνιο, για να επιστρέψω στο νοσοκομείο σοκαρισμένος όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή μου. Τι μου είπε όλο χαμόγελο όταν μπήκα στο δωμάτιο; «Μπαμπά, πώς ήταν η μέρα σου;» Κι όμως, έπιασα τον εαυτό μου να χαμογελάει. «Η δική σου πώς ήταν;» τη ρώτησα. Ήταν η ημέρα που δεν πήγε σχολείο, που της τρύπησαν το χέρι για να ξεκινήσει η κορτιζόνη, που της έκαναν δύο μεταγγίσεις, που βρέθηκε σε ένα άγνωστο δωμάτιο. «Καλή ήταν, είχε και ωραίο φαΐ», μου απάντησε. «Αφού ήταν ωραία η μέρα σου», της είπα, «ήταν ωραία και η δικιά μου».