Ένα βράδυ, πριν πολλά χρόνια, μπήκα σε έναν θάλαμο ενός καρκινοπαθούς νεαρού προκειμένου να του χορηγήσω ένα παυσίπονο.
Θα ήταν γύρω στα 25.
Ακούγαμε και την ίδια μουσική.
Η μάνα του ήταν απέναντι στη καρέκλα σκυφτή, σχεδόν κουλουριασμένη και μυριοταλαιπωρημένη.
Καλοκαιράκι ήταν.
Έξω διασκέδαζε ο κόσμος και χαιρόταν τη ζωή.
Μέσα παλεύαμε να σώσουμε το νεαρό.
Ο ογκολογος του ήταν σαφής.
»Δεν εξαρτάται μόνο απο εμάς παιδί μου. Τώρα πια εξαρτάται και από σένα και από τη πίστη σου. Θα το παλέψουμε όλοι μαζί, άλλα δεν ξέρω τί θα γίνει».
Ο νεαρός πονούσε και μαρτυρούσε κάθε βράδυ.
Και εμείς προσπαθούσαμε να τον ηρεμήσουμε είτε με τα παυσίπονα είτε με μια κουβέντα παρηγοριάς.
Έτσι κι εκείνο το βράδυ που έλαχε να ήμουν εγώ βάρδια.
Του μιλούσα για μουσική, για συναυλίες. Περνούσαμε λίγη ώρα μαζί (είχαμε κι άλλους ασθενείς και ήμασταν μόνο δυο στη βάρδια) και αυτό έδειχνε να τον ανακουφίζει λίγο.
Μάλιστα εκείνο το βράδυ είχαμε και τη πρώτη διαφωνία μας.
Εγώ επέμενα πως το δικό μου αγαπημένο συγκρότημα ήταν το καλύτερο, εκείνος έλεγε τα δικά του. Τί τα θες; Παιδιάστικα πράγματα. Από αυτά όμως που σε κάνουν και ξεχνάς τη μαυρίλα μέσα σου. Στο τέλος γελάσαμε και οι δυο και συμφωνήσαμε, ότι και οι δυο είχαμε δίκιο.
Να μη σας τα πολυλογώ, τον άφησα να κοίτα το ταβάνι και να αναπολεί δικές του στιγμές και πήγα στον επόμενο θάλαμο.
Θα πρέπει να είχαν περάσει 10 λεπτά όταν άκουσα μια φωνή από τον θάλαμο του νεαρού. Γυρίζω και βλέπω τη μάνα του να έρχεται προς το μέρος μου με γουρλωμένα μάτια.
Με τραβά από το χέρι και με μπάζει στο θάλαμο του γιου της.
Τον βρήκα όπως τον άφησα. Να καρφώνει το ταβάνι με το βλέμμα του, αλλά μούσκεμα στον ιδρώτα.
Η μάνα νόμισε πως είχε πεθάνει ο γιος της αφού ήταν ακίνητος.
– Αύριο η αξονική θα είναι καθαρή, μου λέει εκείνος κοιτώντας επίμονα το ταβάνι.
– Μακάρι, του λέω και ασυναίσθητα κοιτάζω κι εγώ το ταβάνι.
– Την είδες κι εσύ έτσι δεν είναι; Με ρωταει με αγωνία.
– Ποια; Απαντώ.
– Η Παναγιά είναι δεν τη γνωρίζεις; Μου έδειξε την αξονική και μου είπε να μη φοβάμαι.
Έπειτα από δυο μέρες ο νεαρός έκανε αξονική.
Όταν καθαρός.
Κανένα σημάδι καρκίνου ή μετάστασης πια.
Οι ορθολογιστές θα πουν ότι ήταν μια παραίσθηση από την λεπίδα του νεαρού και τη δίψα του για ζωή. Τον έσωσε η θεραπεία κι όχι η Θεϊκή παρέμβαση.
Οι κυνικοί θα πουν ότι του σάλεψε.
Οι θρησκόληπτοι θα πουν »Θύμα».
Εγώ θα πω τούτο.
Ο καθένας μας καβαλάει τον σταυρό του. Και εκείνη τη μαύρη ώρα του μαρτυρίου του έχει το δικαίωμα να πιστέψει ΚΑΙ στο θαύμα.
Έχει το δικαίωμα να πιστεύει γενικά.
Γιατί είναι καλύτερα να πιστεύεις κάπου, παρά πουθενά.
Η μάνα του νεαρού λοιπόν, ύστερα από αυτό που συνέβη ανέβηκε την ανηφόρα στην Τήνο γονατιστή γιατί πίστευε πως χρωστούσε αυτόν τον »εξευτελισμό» που λένε οι άλλοι στη Παναγιά.
Και να σας πω κάτι; Ποιος είμαι εγώ που θα κρίνω αυτή τη πράξη;
Ποιος είμαι εγώ που θα ευτελίσω αυτή τη πίστη;
Ποιος είμαι εγώ που θα διακωμωδήσω αυτή την ενεργεία;
Ποιος είμαι εγώ που θα πω τί είναι σωστό και τί όχι για τον καθένα;
Ποιος γνωρίζει γιατί κάνει ο καθένας τέτοιες κινήσεις;
Τί μαύρο κουβαλήσει μέσα του και τί νόημα έχει μια τέτοια κίνηση γι’ αυτόν που την κάνει;
Μόνο σεβασμό τρέφω σε τέτοια άτομα γιατί τολμούν να δηλώσουν πίστη σε κάτι.
Α, ξέχασα να σας πω πως ο νεαρός ζει ανάμεσα μας, υγιής αλλά ταλαιπωρημένος και μάλιστα νομίζω πως τον είδα και στη συναυλία των Ιron Maiden πρόσφατα.
Λαμπρος Λιαπης
Η ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ TH LIFO