Το πρόβλημα του εκφοβισμού και της λεκτικής κακοποίησης δεν αφορά μόνο τα σχολεία, αλλά αποτελεί κοινό μυστικό πως είναι συχνό ακόμη και στα νοσοκομεία, στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες. Για πρώτη φορά παγκοσμίως, μια ελληνική επιστημονική έρευνα, που έγινε στις μονάδες εντατικής νοσηλείας νεογνών σε όλη την Ελλάδα, αποκαλύπτει ότι τουλάχιστον οι μισοί γιατροί και νοσηλευτές πέφτουν θύμα τέτοιου «μπούλινγκ» από συναδέλφους τους ή και από γονείς μωρών.
Η μελέτη που παρουσιάζει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, στην οποία απάντησαν ανώνυμα 389 εργαζόμενοι (το 40% γιατροί και το 60% νοσηλευτές), με μέση ηλικία 43 ετών, μέλη του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού από 17 ελληνικά νοσοκομεία, δείχνει ότι πρόβλημα εκφοβισμού σε κάποια στιγμή της καριέρας τους έχουν αντιμετωπίσει το 53% περίπου των γιατρών και νοσηλευτών. Από αυτούς, μόνο οι μισοί όμως (το 28%) παραδέχονται και αναγνωρίζουν ότι έπεσαν θύμα εκφοβισμού, είτε γιατί δεν έχουν σαφή επίγνωση της λεκτικής κακοποίησης, είτε γιατί αρνούνται το ρόλο του θύματος που δείχνει αδυναμία. Όπως έχουν δείξει άλλες μελέτες, είναι πιο εύκολο να αναφέρει κανείς ως μάρτυρας ένα περιστατικό εκφοβισμού για άλλον, παρά να παραδεχθεί ο ίδιος ότι του συνέβη.
Τα θύματα είναι κατά κύριο λόγο γυναίκες, καθώς επίσης νεότεροι και με μικρότερη εμπειρία γιατροί και νοσηλευτές. Οι θύτες είναι κυρίως γυναίκες ηλικίας 45 έως 54 ετών και άνδρες 45-64 ετών, συνήθως σε θέση προϊσταμένου ή ανώτερου στην ιεραρχία (το 40% των θυτών), ομότιμου συναδέλφου (26%), διευθυντή (22%) ή γονείς νεογνού (8%). Οι γιατροί ανέφεραν σε μεγαλύτερο ποσοστό ότι υπήρξαν θύματα (34%) σε σχέση με τους νοσηλευτές (23%).
Το 83% των συμμετεχόντων στην έρευνα ανέφεραν ότι υπήρξαν μάρτυρες κάποιου περιστατικού «μπούλινγκ» σε άλλους κατά το τελευταίο εξάμηνο στο νοσοκομείο. Από όσους έπεσαν θύμα, το 10% εκφοβίστηκε από άνδρα, το 38% από γυναίκα και το 52% και από τα δύο φύλα.
Από όσους παραπονέθηκαν ότι υπήρξαν θύμα, μόνο το 19% ανέφερε το περιστατικό στη διεύθυνση ή στο σωματείο εργαζομένων του νοσοκομείου, ενώ το 10% κινήθηκε νομικά. Όμως αρκετοί άλλοι δεν αντέδρασαν, εν μέρει φοβούμενοι τις συνέπειες για την καριέρα τους.
Οι ερευνητές έκαναν λόγο για «ενοχλητικά και υπερβολικά υψηλή συχνότητα εκφοβισμού, μολονότι τα μισά θύματα δεν θεωρούν για τους εαυτούς τους ότι υπέφεραν». Επισήμαναν επίσης «ότι η επίπτωση στην ψυχική υγεία των θυμάτων και των μαρτύρων ήταν σοβαρή».
Σύμφωνα με διεθνείς μελέτες, συμπεριφορές τύπου «μπούλινγκ» είναι ιδιαίτερα συχνές στον τομέα υγείας, ο οποίος έχει ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στο χώρο εργασίας. Ανάλογα με τον ορισμό που χρησιμοποιείται για τον εκφοβισμό, έχουν αναφερθεί ποσοστά από 3% ως 44%, ενώ στους φοιτητές ιατρικής στις ΗΠΑ φθάνει το 84%. Στο Εθνικό Σύστημα Υγείας της Βρετανίας εκτιμάται ότι πάνω από το ένα τρίτο των γιατρών και νοσηλευτών έχουν τέτοιες αρνητικές ψυχολογικές εμπειρίες.
Η ελληνική μελέτη, που παρουσιάζει το ΑΠΕ-ΜΠΕ, τονίζει ότι το ιατρικό «μπούλινγκ» έχει αρνητικές επιπτώσεις τόσο στην ψυχική υγεία του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού, όσο και στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών στα νοσοκομεία, καθώς τα θύματα εμφανίζουν ψυχοσωματικά προβλήματα, άγχος, κατάθλιψη, χαμηλή αυτοπεποίθηση, έλλειψη ικανοποίησης από τη δουλειά και από τη ζωή τους, στρες και αίσθηση εξάντλησης, μυοσκελετικά προβλήματα, αυξημένο καρδιαγγειακό κίνδυνο, αυτοκτονικές τάσεις, χρήση ναρκωτικών και αλκοόλ κ.α.
Επίσης, ο εκφοβισμός οδηγεί σε αύξηση απουσιών από την εργασία, προβλήματα εξέλιξης στην καριέρα, μικρότερη απόδοση στα ιατρικά-νοσηλευτικά καθήκοντα. Η μελέτη τονίζει ότι «γιατροί θύματα εκφοβισμού κάνουν πιο συχνά ιατρικά λάθη» και επισημαίνει ότι στις μονάδες εντατικής νοσηλείας νεογνών, όπου το προσωπικό είναι εκτεθειμένο καθημερινά σε σημαντικό στρες, υπερβολικό φόρτο δουλειάς, εσωτερικούς ανταγωνισμούς και δύσκολες αποφάσεις ζωής ή θανάτου, το «μπούλινγκ» έρχεται να επιδεινώσει την κατάσταση περαιτέρω.
Γενικότερο το πρόβλημα στην επιστήμη και έρευνα διεθνώς
Έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια οι καταγγελίες διεθνώς για περιστατικά εκφοβισμού σε ερευνητικά ινστιτούτα και πανεπιστήμια και μάλιστα παγκόσμιας φήμης. Όπως αναφέρει το «Nature» σε σχετικό αφιέρωμα, όπου παρατίθενται παραδείγματα από διάφορες χώρες, γίνεται πλέον αντιληπτό ότι η επιστήμη έχει πρόβλημα «μπούλινγκ» και ότι το θέμα συχνά «κουκουλώνεται», σε μεγάλο βαθμό επειδή η καριέρα ενός νεότερου ερευνητή (ακόμη πιο συχνά μιας ερευνήτριας), που είναι και το σύνηθες θύμα, εξαρτάται καθοριστικά από τον προϊστάμενο ή διευθυντή του ερευνητικού εργαστηρίου, που είναι και ο συνήθης θύτης.
Αν και δεν υπάρχει ομόφωνα αποδεκτός ορισμός, σύμφωνα με τους ψυχολόγους και άλλους ειδικούς «μπούλινγκ» μεταξύ συναδέλφων θεωρείται η επαναλαμβανόμενη κακομεταχείριση κάποιου ανθρώπου, η οποία έχει αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική ή και σωματική υγεία του. Οι βρισιές, οι προσβολές και γενικότερα η εκφοβιστική συμπεριφορά αποτελούν τις πιο συνηθισμένες μορφές εργασιακού «μπούλινγκ».
Άλλες πιο αδιόρατες μορφές είναι η κακόβουλη διασπορά φημών για συνάδελφο, η συστηματική υποτίμηση της δουλειάς και του επαγγελματικού κύρους του, η απόκρυψη πληροφοριών αναγκαίων για την εκτέλεση της εργασίας του, η μειωτική αλλαγή καθηκόντων του εργαζομένου, η υπερφόρτωσή του με μεγάλο όγκο δουλειάς κ.α. Μερικές φορές υπάρχει μια «γκρίζα» ζώνη για το ποιά συμπεριφορά συνιστά όντως εκφοβισμό. Οι ειδικοί πάντως συμφωνούν ότι οι θύτες -ιδίως οι πιο εγωκεντρικοί και εξουσιομανείς- δεν νοιάζονται για την ανάπτυξη των ικανοτήτων των υφισταμένων τους.
Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά πόσο εκτεταμένο είναι το πρόβλημα του «μπούλινγκ» στην επιστημονική κοινότητα παγκοσμίως, επειδή δεν έχει υπάρξει καμία ολοκληρωμένη έρευνα μέχρι σήμερα. Η γενική εκτίμηση είναι ότι θύμα εκφοβισμού πέφτει το ένα τέταρτο έως ένα τρίτο των ερευνητών και πανεπιστημιακών κάθε χρόνο, ποσοστό πολύ μεγαλύτερο από άλλους επαγγελματικούς χώρους.
Κανείς επίσης δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν και σε ποιό βαθμό η κατάσταση χειροτερεύει από χρονιά σε χρονιά. Πάντως ο θόρυβος που ξεσήκωσε πρόσφατα το κίνημα #metoo γύρω από τον σεξισμό και τις επιθέσεις σε γυναίκες ηθοποιούς, έχει κάπως ενθαρρύνει και άλλες κατηγορίες επαγγελματιών να «σηκώσουν» το πέπλο της σιωπής.