Μια νοσηλεύτρια εξηγεί τι σημαίνει να χαϊδεύεις το κεφάλι ενός ανθρώπου που πεθαίνει

Η Ευαγγελία Σπηλιώτη, νοσηλεύτρια στο Ναυτικό Νοσοκομείο, περιγράφει τα στάδια της συνειδοτοποίησης που περνά κάθε νοσηλευτής, μέχρι να μπορέσει να μοιραστεί τον πόνο των άλλων...

Η καθημερινότητα ενός νοσοκομείου είναι πολύ σκληρή. Στους χώρους του αναπτύσσεται ένα παράλληλο ιατρικό σύμπαν όπου κυριαρχούν τα φάρμακα, οι θεραπείες, ο πόνος, τα δάκρυα, ο φόβος του θανάτου, η ελπίδα. Φυσικά, εκεί η αίσθηση του χρόνου αποκτά ένα εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο.

Σκυμμένα πρόσωπα, συγγενείς που καπνίζουν στο προαύλιο, γκρίζα δωμάτια, λευκοί διάδρομοι, σκουρόχρωμες κουρτίνες και το υγειονομικό προσωπικό σε φρενήρεις ρυθμούς για να καλύψει τις ανάγκες.

Οι νύχτες, όμως, είναι ακόμα πιο αντίξοες. Μακρόσυρτη σιωπή, ο ενοχλητικός ήχος από τα μηχανήματα, κάποια γαβγίσματα αδέσποτων σκύλων, ο υπόκωφος ήχος της ανάσας των ασθενών, κενά βλέμματα και η αναπάντεχη επαφή με το ευμετάβλητο της ύπαρξης.

Είναι εκείνες οι μικρές ώρες κατά τις οποίες συντελείται η μετάβαση από την κατάσταση της παρουσίας σ’ εκείνην της μόνιμης απουσίας. Όταν αισθάνεσαι τρωτός και ζεις σε ένα εύθραυστο παρόν. Σ’ αυτό το περιβάλλον κινείται καθημερινά η νοσηλεύτρια του Ναυτικού Νοσοκομείου Ευαγγελία Σπηλιώτη, η οποία μεριμνά για την ανακούφιση των ασθενών.

«Το γεγονός του θανάτου, η βίωση του πένθους, η αντιμετώπιση της απώλειας και η οδύνη απαλύνονται μόνον όταν εξελίσσονται σε αντικείμενο συζήτησης» μου λέει, καθώς ξεκινάει η συζήτησή μας σε ένα καφέ κοντά στον Ηλεκτρικό του Θησείου.

Κατά την Ευαγγελία: «Η επιθυμία για παρηγοριά πηγάζει από το ανείπωτο και το ανεπανόρθωτο. Τα μοναδικά θεραπευτικά μέσα που συνθέτουν τον παρηγορητικό λόγο κι έχουν πρακτικό αντίκρισμα είναι οι λέξεις, οι χειρονομίες, οι εκφράσεις, το ενδιαφέρον και, κάποιες φορές, η σιωπή».

Ως νοσηλεύτρια, έρχεται καθημερινά αντιμέτωπη με σπαρακτικές ιστορίες ανθρώπων οι οποίοι σκέφτονται διαρκώς πώς μπορούν να παρατείνουν τη ζωή. Η ίδια αναλαμβάνει το δύσκολο έργο αυτές τις σκέψεις να τις μετατρέψει σε συναισθήματα.

«Γεννήθηκα το 1980 στο Καλαμάκι Κορινθίας. Ο πατέρας μου εργαζόταν στο Λιμενικό Σώμα. Είμαστε μια πολύτεκνη οικογένεια με τέσσερα αδέλφια. Γι’ αυτό μετακομίσαμε όταν ήμουν σε μικρή ηλικία, ερχόμενοι αρχικά στο Πέραμα, μετά στην Ελευσίνα και σήμερα στη Νίκαια. Νομίζω ότι τα παιδικά μας χρόνια είναι τα καλύτερα και τα πιο ανέμελα. Απ’ αυτά λαμβάνουμε ερεθίσματα και εμπειρίες που μας καθορίζουν ως το τέλος. Αγαπούσα πολύ τις τέχνες και γι’ αυτό ήθελα να περάσω στη σχολή Καλών Τεχνών. Ποτέ μου δεν είχα φανταστεί ότι θα γινόμουν νοσηλεύτρια. Πιστεύω ότι η επιλογή μου επηρεάστηκε καθοριστικά από το ότι επιδίωκα την οικονομική σταθερότητα ώστε να μην επιβαρύνω τους γονείς μου. Ταυτόχρονα δεν ήθελα χάσω το ανθρωπιστικό κομμάτι που με γοήτευε στις τέχνες. Οπότε, συνειδητά επέλεξα τη Στρατιωτική Σχολή Υγείας, ειδικότερα τον κλάδο της Νοσηλευτικής».

Το νοσοκομείο είνα μέρος ιερό. Ένας ναός όπου κάθε τοίχος αποπνέει πόνο, προσευχή κι ελπίδα. Εκεί όπου συναντάς πρόσωπα που παλεύουν να άρουν τους νόμους της φύσης. Φωτο: Πάρις Ταβιτιάν/LIFO

Στη συνέχεια μου αποκαλύπτει ότι οι βασικές τις σπουδές δεν τη βοήθησαν να αντιμετωπίσει δύσκολες καταστάσεις. «Καθημερινά αντίκριζα νέους ανθρώπους να πεθαίνουν αλλά και τον πόνο των συγγενών τους. Εκεί, λοιπόν, τι πρέπει να τους πεις για να τους παρηγορήσεις; Και τι στάση να κρατήσεις για να βοηθήσεις; Έτσι, επέλεξα να διευρύνω την ακαδημαϊκή μου κατάρτιση, ώστε να μπορέσω να αισθανθώ επαρκής, κι έκανα ένα μεταπτυχιακό στη Διαπολιτισμική Νοσηλευτική.

Ήταν μια απόφαση που πήρα περισσότερο για να μπορώ να αποφορτίζομαι και να μην εκπέμπω μια απέραντη θλίψη. Ουσιαστικά, με βοήθησε να εστιάσω στον ιδιαίτερο κώδικα που κάθε άνθρωπος κουβαλάει. Επιπροσθέτως, ήταν ένας τρόπος να διευρύνω τους ορίζοντές μου, αφού στην Ελλάδα δεν υπάρχει θεσμοθετημένο πλαίσιο μέσω του οποίου να μπορείς να παράσχεις την ανακουφιστική φροντίδα ως πιστοποιημένος φροντιστής» υποστηρίζει με ένα γλυκό χαμόγελο.

Μου έχει μείνει πολύ έντονα το ότι, ενώ προγραμματίζαμε τη συνάντησή μας, η Ευαγγελία μου ζήτησε να τη μεταφέρουμε δύο μέρες αργότερα για να παραστεί στην κηδεία ενός αγαπημένου της ασθενούς που ήταν μόλις τριάντα ετών.

«Σύσσωμη η θεραπευτική ομάδα πολέμησε, αλλά δυστυχώς το παιδί δεν τα κατάφερε» μου είχε γράψει στο μήνυμά της.

«Πράγματι, είναι ένα συμβάν που αποδεικνύει την κοντινή σχέση μεταξύ ασθενούς και νοσηλευτή» προσθέτει.

«Πώς ήταν τα πρώτα χρόνια;» τη ρωτώ.

«Ήταν ένα μπερδεμένο κουβάρι που δεν μπορούσα εύκολα να διαχειριστώ. Μου προκαλούσε φόβο, δεν μπορούσα να αντιμετωπίσω την απώλεια, ένιωθα ότι κινδύνευα και εκλογίκευα τον θάνατο. Όμως, όλα άλλαξαν όταν κι εγώ βρέθηκα στη θέση του ασθενούς. Τότε είδα να ξεδιπλώνονται μπροστά μου όλα τα σενάρια. Η υγεία μου για πρώτη φορά είχε κλονιστεί και σκέφτηκα τι θα συνέβαινε εάν… Οφείλω να πω ότι ήταν μια ιδιαίτερα αφυπνιστική εμπειρία. Είναι στιγμές που σου μαθαίνουν απόλυτα πώς να συμπεριφέρεσαι στους ασθενείς.

Η ζωή είναι σπουδαίο δώρο. Κάθε δευτερόλεπτο είναι σημαντικό. Τίποτα δεν είναι δεδομένο. Είμαστε οι επιλογές μας και έχουμε ελεύθερη βούληση.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΤΗΝ ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΣΤΗΝ LIFO