Τάμα…

Με το μοναστήρι της Παναγιάς στο μέσον της. Μιας Παναγιάς που πάντοτε άκουγε και ενίοτε θαυματουργούσε κιόλας

Η Ιστορία αυτή, είναι για ένα κοχύλι, ανοιγμένο στα δύο και ενωμένο γερά.
Ένα κοχύλι γυαλιστερό και όμορφο που αναδύθηκε από τα 18 μέτρα των βυθών του Παγασητικού.

Ο Δύτης κατέβηκε με προσοχή από την επιφάνεια στα τέσσερα μέτρα, μετά αμέσως στα 6 και σταδιακά στα 18.

Η Ζωή εκεί μέσα κυλούσε  με χρόνους διαφορετικούς. Υπήρχε κάθε φορά, τόσος χρόνος όσος έδινε η βαριά μπουκάλα που ήταν  φορτωμένη στην πλάτη. Η Ησυχία ήταν απόκοσμη. Ο Δύτης, κινούνταν σε άλλο πλανήτη. Έναν πλανήτη γεμάτο σαργούς, σάλπες, κοχύλια και άμμο.

Οι Δύτες, μπορούν  να ακούσουν  τον εαυτό τους  να σκέφτεται αργά, τα πάντα. Δεν μιλούν  με κανέναν κι ούτε ακούν τη φωνή τους. Για λίγες ώρες, μόνον τον εαυτό τους.
Εκείνο το πρωί, όλα ήταν έτοιμα για την κατάδυση. Ο Εξοπλισμός καλά τεσταρισμένος, η στολή στην κρεμάστρα της και η μάσκα καθαρή.

Φόρεσε  τα πάντα. «Σαν αστακός είσαι»… Κορόιδευε καμιά φορά η μάνα που μόνο φωτογραφίες την άφηνε να δεί από όλα αυτά τα επικίνδυνα όπως έλεγε.

Από μικρό παιδί, μάλλον είχε γεννηθεί για το νερό. Μέχρι που κατάφερε όταν μεγάλωσε, κι έκανε μια δουλειά, που μόνο μ’ αυτό είχε να κάνει και με παιδικές ψυχές. Αγαπούσε το κάθε τι που είχε να κάνει με τη θάλασσα, τις λίμνες και τα ποτάμια.

Με τις καταδύσεις ήταν αλλιώτικα όλα. Σαν να ανακάλυπτε τον βαθύτερο εαυτό. Άρχισε να καταδύεται στα 25 από ανάγκη διαφυγής από την καθημερινότητα. Από ανάγκη διαφυγής απ΄τα προβλήματα. Πάντα εξοικειωμένος με το νερό. Ήταν τύχη μεγάλη. Άλλοι ούτε το κεφάλι τους κάτω από το νερό δεν μπορούν να βάλουν.

Κάθε φορά, τα σημάδια ίδια για να μη χάνεται. Μια αναποδογυρισμένη βάρκα στα 12 μέτρα, μια άγκυρα στα 6, ένα μεγάλο ξέφωτο στα 4… Οι εικόνες όμως, πάντα διαφορετικές. Αλλιώτικά ψάρια, διαφορετικά κοχύλια ανάλογα με τον καιρό.

Την ημέρα εκείνη, κοιτάζοντας χαμηλά, τύφλωθηκε από τη γυαλάδα του. Ένα δίθυρο, χρώματος καφέ, πολύ γυαλιστερό κι όμορφο, μισοθαμμένο μέσα στην άμμο. Η Βελόνα στο βυθόμετρο έδειχνε 18. Αέρα είχε ίσα ίσα για να ανέβει ξανά επιφάνεια. Δεν γινόταν όμως να αφήσει το κοχύλι έτσι στην τύχη του. Θα το έκανε δικό του. Πήρε μια βαθιά ανάσα που την κράτησε από το ρυθμιστή, κι άρχισε να κατεβαίνει. Άπλωσε το χέρι  και κατάφερε να το πιάσει. Το κοχύλι ανοιχτό, διπλό, πιο όμορφο από ότι το περίμενε. Το έβαλε προσεκτικά στην τσέπη του τζάκετ και άρχισε διαδικασία ανόδου. Όταν έβρισκε κοχύλια, ένιωθε λιγάκι σαν αρχαιολόγος της θάλασσας. Σαν να ανακάλυπτε κάτι παλιό με ιδιαίτερη σημασία.

Όταν βγήκε έξω στη στεριά, άνοιξε την τσέπη και έβγαλε το κοχύλι στο φως του ήλιου. Του φάνηκε σαν να χρυσαφίζει λιγάκι. Ένιωσε ικανοποίηση, έπλυνε τον εξοπλισμό και έφυγε για το σπίτι.

Την επόμενη ημέρα, είχε ταξίδι. Στα πάτρια εδάφη. Σε ένα μέρος με μια όμορφη λίμνη, που όταν βρισκόταν εκεί, όλα ηρεμούσαν. Όλα έπαιρναν τη σειρά τους. Όλα προγραμματίζονταν  με ανατριχιαστική ακρίβεια. Κι αποφάσεις, σκληρές ή όχι, όλες εκεί λαμβάνονταν. Πήρε και το κοχύλι μαζί. Θα το ταξίδευε κι αυτό, απ’ τα αλμυρά στα γλυκά νερά.Ήθελε να μοιραστεί αυτήν την ομορφιά.

Ταξίδεψε, έφτασε στον προορισμό. Αυτή η πόλη, κάθε φορά φαίνονταν και πιο όμορφη. Σαν να μάγευε κάθε φορά τον επισκέπτη. Δεν θα έμενε πολύ καιρό, πέντε έξι μέρες. Ίσα να τακτοποιήσει κάποιες δουλειές και να δεί λίγους κι αγαπημένους.

Το απόγευμα, θέλησε να πάει μια βόλτα παραλίμνια. Πάντα αυτή η διαδρομή ήταν η ομορφότερη. Δίπλα στη λίμνη. Με το μοναστήρι της Παναγιάς στο μέσον της. Μιας Παναγιάς που πάντοτε άκουγε και ενίοτε θαυματουργούσε κιόλας. Σαν να είχε από πάντα μια ανοιχτή επικοινωνία μαζί της. Της έλεγε τα όμορφα, τα άσχημα, τα λάθη, τα σωστά. Αυτή, τα ήξερε όλα.

Την ημέρα της βόλτας, πέρασε πρώτα από εκεί. Τα είπανε λιγάκι, της είπε τα παράπονα, τις δυσκολίες, τα σφάλματα και ήταν κι από τις λίγες φορές που της έδειξε κι ένα πρόσωπο κλαμένο. Ντράπηκε γι’ αυτό. Δεν μπορούσε όμως πλέον να κάνει κάτι. Είχε ζητήσει αυτό που έπρεπε.

Συνέχισε τη βόλτα, σαν  εξημέρωση εαυτού.  Σταμάτησε να ξαποστάσει σ’ ένα παγκάκι με βάση από τσιμέντο και ξύλινο κάθισμα. Δεν είχε θέα, παρα μόνο πλατανόκλαδα που ακουμπούσαν με τις άκρες τους την επιφάνεια της λίμνης και θα ορκιζόταν πως τα έβλεπε να λυγίζουν τόσο πολύ που ήταν σαν να ψιθύριζαν μεταξύ τους,  όλα τα μυστικά που άκουγαν από τους διαβάτες.΄Εμεινε εκεί να τα κοιτάζει.

Κάθησε στο παγκάκι σαν γυμνασιόπαιδο. Στο πάνω μέρος.

Παρατηρούσε τα κλαδιά να κινούνται όπως τα έπαιρνε ο άνεμος. Μια από δώ, μια από κεί. Σαν να χόρευαν ήταν.
Μήπως είχε παραισθήσεις; Το μυαλό πήγε πίσω, χρόνια αρκετά, όταν είχε προσπαθήσει να εξηγήσει αυτή την αλλόκοτη σχέση των κλαδιών και της λίμνης  σε πρόσωπο αγαπημένο και εκείνο είχε γυρίσει και είχε πεί με απορία… «Μάλλον έχεις  τρελαθεί…» . Το είχε πάρει βαριά τότε και κάθε που κοίταζε κλαδιά να κινούνται απ’ τον αέρα το θυμόταν… κάτι σα στίγμα. Ήξερε όμως καλά πως δεν ήταν έτσι…

Τι τα θυμήθηκε τώρα όλα αυτά;

Ασυναίσθητα κι ενώ κοίταζε τα κλαδιά, το χέρι πήγε στην τσέπη. Είχε μέσα το  κοχύλι. Το πήρε στα χέρια, το επεξεργάστηκε και στο τέλος με ένα «κρακ» το χώρισε από το άλλο του μισό.

Αποχωρισμός ή Αναχωρητισμός; Έβλεπε το ένα κοχύλι που έγινε δύο και δεν ήξερε να απαντήσει.

Κράτησε το ένα στα χέρια και το άλλο επέστρεψε στην πάνινη μαλακή φωλιά. Πίσω στην τσέπη.

Κοιτάζοντας το, θυμήθηκε την ηρεμία που σου προσφέρει ο βυθός. Και τα ταξίδια. Θυμήθηκε πως ήθελε να το δώσει κάπου το κοχύλι, μα δεν μπόρεσε…

Έτσι, χωρίς να το σκεφτεί πολύ, κοίταξε λιγάκι διερευνητικά γύρω γύρω και απόθεσε το μισό κοχύλι στην αριστερή επάνω μπροστινή τρύπα στην τσιμεντένια βάση στο παγκάκι. Κοίταξε κάτω και βρήκε κάτι πεσμένα πλατανόφυλλα. Πήρε δύο τρία κι έφραξε το κοχύλι μέσα στη νέα του φωλιά.

Τοτε, ένιωσε σαν το κοχύλι να έφτασε στον προορισμό για τον οποίο είχε ξεκινήσει από τα βάθη της θάλασσας. Ήταν οξύμωρο αν κανείς το σκεφτόταν. Ένα κοχύλι ξενικά από μια θάλασσα για να φτάσει σε μια λίμνη.

Περίεργο ήταν.Σηκώθηκε από το παγκάκι, αποχαιρέτησε το κοχύλι και πήρε το δρόμο της επιστροφής. ‘Ισως κάποτε, κάποιος να βρεί το μισό κοχύλι. Ίσως και όχι. Ίσως ξαναπάει μετά από χρόνια να το αναζητήσει. Ίσως και όχι.

Περπατώντας αργότερα, σκέφτηκε πως όλο αυτό, έμοιαζε σαν ένα τάμα. Σαν αφιέρωμα σ’ αυτήν την παραλίμνια Παναγιά, που ταξιδεύει σ’ όλη τη λίμνη. Τάμα για όλα αυτά που ζήτησε, για όλα όσα δόθηκαν και για όλα όσα κάποτε ίσως έρθουν.

‘Αννα Λάτσιου
ΠΗΓΗ
ΚΟΙΝΟΠΟΙΗΣΗ